γλινιˬαστὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλινιˬαστὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλινιˬαστὸς ἐπίθ. ἐνιαχ. γλινιˬατὸς Εὔβ. (Λιχάς).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γλινιˬάζω.

Σημασιολογία

Ὁ πλήρης ἰλύος, λασπώδης: ’Κεῖ τοὺ χῶμα εἶι ἄπρου κὶ γλινιˬατό. Συνών. βουρκωτὸς 1, γλινερὸς 2, γλιστρωτός, γλιτσερός, γλιτσιˬάρικος, λασπερός, λασπιˬάρης, λασπιˬάρικος, λασπουριˬάρικος, λασπουριˬασμένος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/