γλινίτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλινίτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γλινίτης, ὁ Κρήτ. γλιν-νίτης Κῶς (Καρδάμ. Πυλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλίνα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίτης.

Σημασιολογία

Ὁ ἐδώδιμος μύκης γλιστρίτης 1α, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Νόστιμοι πού ’ναι-ν-οἱ γλιν-νίτες τηανισμένοι! Πυλ. Πᾶμε νὰ μαέψωμε γλιν-νίτες αὐτόθ. Ηὗρα ἕνα gαλάθιμ-μανίτες, οὕλ-λο γλιν-νίτες Καρδάμ. Συνών. ἀχερίτης, γλιστρίδι (ΙΙ)2, γλιστρίτης, γλιστρίτσα 1, γλιστρομανίτα, γλιστρομανίτης, γλιτσίτας, δροσίτης, κουκούμι, πλατοκέφαλος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/