γρούζα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρούζα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γρούζα ἡ, Ἤπ. (Δίβρ.) Ὀθων. - Δ. Σαρακωμ., Ἡ Ἑλλην. ἐλαία 1, 283 γρούα Ἤπ. (Θεσπρωτ. Μαργαρίτ.) κρούζα Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) ἀγρούζα Λευκ. γροῦζο τό, Ἤπ. (Δρόβιαν.) - Δ. Δημάδ., Ζιζάν. Θεσσαλ. ἀγρ.͵ 14. Θ. Χελδράιχ - Σ. Μηλιαράκ., Δημ. ὀνόμ. φυτ., 10.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἀλβαν. gruzeα. Ἡ λ. ἑτυπώθη ἐκ παραδρομῆς καὶ ὑπὸ τὸν τύπ. ἀγρούζα.

Σημασιολογία

1)Τὰ φυτὰ α) Κόνυζα ἡ βαρύοσμος (Inula graveolens) καὶ β) Κόνυζα ἡ ἰξώδης (Inula viscosa) ἀμφότερα τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae) Ἤπ. (Δίβρ. Θεσπρωτ. Μαργαρίτ.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Λευκ. Ὀθων. – Δ. Σαρακωμ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. στρογγυλόχορτο, ψυλλήθρα. 2) Τὸ φυτὸν Σησαμοειδὲς τὸ ὠχρὸν (Reseda luteola) τῆς οἰκογ. τῶν Σησαμοειὃομόρφων (Resedaceae) Ἤπ. (Δρόβιαν.) - Δ. Δημάδ., ἔνθ᾽ ἀν. Θ. Χελδράιχ - Σ. Μηλιαράκ., ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/