ἀτημελε͜ιοῦμαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτημελε͜ιοῦμαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀτημελε͜ιοῦμαι Πάρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀτημελῶ.

Σημασιολογία

Παραμελῶ τὸν ἑαυτόν μου: Αὐτὸς ἀτημελε͜͜ιέται καὶ γιˬ᾿ αὐτὸ δὲν προκόφτει.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/