ἀτήραχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτήραχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀτήραχτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀτήραγος Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Λάστ. Μαζαίικ. Σαραντάπ. Τρίκκ. Φεν. κ.ἀ.) - Λεξ. Δημητρ. ἀτήραος Πελοπν. (Λάστ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *τηραχτὸς < τηράζω.

Σημασιολογία

1) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν εἶδε, δὲν ἐπεθεώρησέ τις πολλαχ.: Λογαριˬασμὸς ἀτήραχτος Λεξ. Δημητρ. Τό ’χω ἀτήραγο τὸ ψωμί, γιὰ τήραξέ το Κορινθ. Φεν. Συνών. ἀτήρητος 1. β) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ ἴδῃ Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Συνών. ἀτήρητος 1 β. 2) Ὁ μὴ ἔχων ἐπίβλεψιν, ἀνεπιτήρητος σύνηθ.: Μὴν ἀφίνῃς τοὺς ἐργάτες ἀτήραχτους, γιατὶ δὲ θὰ σοῦ κάνουν δουλε͜ιά. Ἄφησες τὸ παιδὶ ἀτήραγο κ’ ἔπεσε. 3) Ὁ στερούμενος προστάτου ἢ οὶκογενειακῆς περιθάλψεως σύνηθ.: Ὀρφανὰ ἀτήραχτα σύνηθ. Ἄφησε τὴν οἰκογένειά του ἀτήραγη Λεξ. Δημητρ. Παιδάκιˬα ἀτήραγα Σαραντάπ. 4) Ὁ μὴ τυχὼν τῶν προσηκουσῶν, περιποιήσεων ἰδίως ἐπὶ ἀσθενοῦς Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.) Πέθανε ἀτήραγος. Ἀτήραγος πάει. Συνών. ἀγύρευτος 4, ἀκοίταχτος 1, ἀτήρητος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/