ἀπαπέξω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαπέξω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπαπέξω ἐπίρρ. Κύπρ. ἀπαπ-πέξω Κύπρ. ἀπαπόξω Καππ. (Ἀραβάν.) Κάρπ. Κρήτ. (Σητ.) ἀποπόξω Κῶς Νάξ. ἀποπόξου Πελοπν. (Λακων.) ἀπουπόξω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀοπόξω Κάσ. ἀποπέξω Χίος ἀπαπέξ’ Πόντ. (Οφ.) ’παππέξω Κύπρ. ᾿ποπόξω Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ. τοῦ ἐπιρρ. ἀπέξω.
Σημασιολογία
1) Ἀπὸ ἔξω, ἔξωθεν ἔνθ’ ἀν.: Ξέκοψεν ἀ τὸ σπίτι μας κιˬ οὔτ᾿ ἀπουπόξω δὲ bερνᾷ Ἀπύρανθ. Ἀπαπόξω ’ς σὸ χωριˬό ’ναι (ἀπέξω ἀπὸ τὸ χ. εἶναι, δηλ εἶναι ξένος) Ἀραβάν. || Φρ. Ἀπουπόξω bέλλα bέλλα κιˬ ἀπουμέσα Κατσιβέλα (ἐπὶ τοῦ καλλωπιζομένου ἐξωτερικῶς χάριν ἐπιδείξεως ἐνῷ ἐσωτερικῶς εἶναι ρυπαρός. bέλλα=ὡραία, Κατσιβέλα=Γύφτισσα) Ἀπύρανθ. || ᾌσμ. Μὰ σένα ἡ ἀγάπη σου μο͜ιάζει μὲ τὴ φυλλάδα πὄχει ἀπουπόξω τὴ θωριˬὰ καὶ μέσα τὴν πικράδα (φυλλάδα=δένδρον ἄκαρπον μὲ πικρὸν χυμὸν) Ἀπύρανθ. Κ’ ἐκεῖ πῆγε κ᾿ ἐπόσωσε ᾿ς τὴν πόρταν ἀποπόξω Κάρπ. ’Παπ-πέσ-σω ’φόρησε χρουσά, ’παπ-πέξω χρουσταλλένα Κύπρ. Πολλὰ πολλὰ νὰ μὴ μιλᾷς σὺ ποῦ ᾽σαι ἀποπόξω, ’πὸ τὰ τραγούδιˬα ποῦ θὰ πῶ ᾿ποδῶ νὰ μὴ σὲ διˬώξω Κῶς. Συνών, ἀπαπεξωθεˬό. 2) Ἀπὸ στήθους, ἐκ στήθους Καππ. (Ἀραβάν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA