ἀπαπέσω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαπέσω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπαπέσω ἐπίρρ. Καππ. (Ἀραβάν.) Κύπρ. ἀπαπέσ᾿ Πόντ. (Ὄφ.) ἀποπέσω Καππ. (Σινασσ.) Χίος ἀποπέσου Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀποπέσ’ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ’παπ-πέσ-σω Κύπρ. ’ποπ-πέσ-σω Κύπρ. ’πιπέσ’ Καππ. (Σινασσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιρρ. ἀπέσω.
Σημασιολογία
1) Ἀπὸ μέσα, ἕσωθεν ἔνθ’ ἀν.: Εἶντα στέκεσαι ’παππέσ-σω ’πὸ τὴν πόρταν; Κύπρ. Ἔτρωέν μας ’παπ-πέσ-σω μας ἡ φούρκα τιˬ ὁ’ καμὸς αὐτοθ. Ἀποπέσ᾽ ἀσ’ σὴν καρδία μ᾿ Χαλδ. Βάλλω ἀποπέσ’ μαῦρα κιˬ ἀπέξ’ ἄσπρα αὐτόθ. Ἐξέβεν ἀποπέσ᾿-ι-μ’ τὸ dέρτ’ (ἔφυγε ἀπὸ τὸ σῶμα μου χρονία νόσος) αὐτόθ. || Φρ. Ἀποπέσ’ τερεῖ (ἐπὶ τοῦ νυστάζοντος και διαρκῶς νεύοντος ἢ ἐπὶ τοῦ κοιμωμένου) Κοτύωρ. Χαλδ. ‖ Παροιμ. Ἀπέξ᾽ τὸ μῆλον κόκκινον κιˬ ἀποπέσ’ σαπεμένον (ἐπὶ τοῦ φαινομενικῶς μὲν εὐρώστου, ἔσωθεν δὲ νοσηροῦ) Χαλδ. Ἀπέξου πρόβατον κιˬ ἀποπέσου λύκος (ἐπὶ τοῦ φαινομενικῶς καλοκαγάθου, πράγματι δὲ κακοῦ τὴν ψυχὴν) Κερασ. || ᾌσμ. Πυρομαχεῖ τον πάντα του ’παπ-πέσ-σω ἡ ἀζούλα (πυρομαχεῖ=φλέγει, ἀζούλα=ζήλε͜ια) Κύπρ. ’Παπ-πέξω ᾿βάλαν της φωνήν, ’παπ-πέσ-σω ᾽πολοήθην αὐτόθ. Συνών. ἀπαπεσωθεˬό. 2) Πρὸς τὰ ἐνδότερα, μεσογειότερον Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA