ἀπαράβαλτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαράβαλτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπαράβαλτος ἐπίθ. Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀπαράβαλτους Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) ἀπερίβαλτος Πελοπν. (Αἴγ.) ᾿περίβαρτος Ζάκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *παραβαλτὸς<παραβάλλω. Πβ. καὶ μεταγν. ἀπαράβλητος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ παραβληθῇ, ἀπαράβλητος, ἀσύγκριτος, ἄφθαστος ἔνθ’ ἀν.: Ἀπερίβαλτο γιˬατρικὸ Αἴγ. ᾽Περίβαρτο γιˬατρικὸ γιˬὰ τῆ φάουσα Ζάκ. Τοὺ σ᾽τάρ’ εἶν᾽ ἀπαράβαλτου Ζαγόρ. Συνών. ἀπαράμο͜ιαστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/