ἀπαρακάλετος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαρακάλετος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπαρακάλετος ἐπίθ. σύνηθ. ἀπαρακάλιτους Λέσβ. ἀπαρακάλεστος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) –ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ.2 30 –Λεξ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. ἀπαρακάλιτους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἀπερικάλετος Εὔβ. (Κονίστρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. παρακαλετὸς<παρακαλῶ, παρ’ ὃ καὶ τύπ. περικαλῶ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ. Πβ. καὶ ἀρχ. ἀπαράκλητος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ τυχὼν παρακλήσεως, ἀπαράκλητος σύνηθ.: Τό ᾿καμε ἀπαρακάλετος. Κἀνένα δὲν ἀφίνει ἀπαρακάλετο γιˬὰ νὰ κάμῃ τὴ δουλε͜ιά του σύνηθ. Ἀπαρακάλεστος κουμπάρος Λεξ. Πρω. || Ποίημ. Καὶ ἦταν οἱ ψυχὲς ποῦ πέρασαν | ἄγγιχτες κιˬ ἀπαρακάλεστες ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/