ἀπαραπόνευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαραπόνευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπαραπόνευτος ἐπίθ. ΓΨυχάρ. Ζωὴ κι ἀγάπ. 28.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *παραπονευτὸς<παραπονεύομαι.
Σημασιολογία
Ἀπαραπόνετος, ὃ ἰδ.: Δέκα νομᾶτοι μποροῦσανε νὰ πλαγιˬάσουνε... ἀπαραπόνευτοι ’ς τ’ ὄμορφο δέντρο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA