ἀπάρθενος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπάρθενος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπάρθενος ἐπίθ. παρθένος λόγ. πολλαχ. ἀπάρθενος πολλαχ. ἀπάρθινους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀμπάρθενος Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ἀπάρτενος Κύπρ. (καὶ ἀπάρθενος) Χίος ἀιπάρθινους Μακεδ. (Κοζ.) πάρθενος Κάρπ. Πόντ. (Κερασ.) Ρόδ. πάρθινους Εὔβ. Θρᾴκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. παρθένος μετὰ προθετ. α καὶ κατ᾿ ἀναβιβασμὸν τοῦ τόνου καθὼς καὶ ἀκμαῖος–ἄκνα͜ιος, ἐναντίος-ἐνάντιος κττ ’Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,95 καὶ 1,227. Διὰ τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ ι ἐν τῷ τύπ. ἀιπάρθινους πβ. ἀβάζι-ἀιβάζι, ἀδούλης-ἀιδούλης, ἀμάραντος-ἀιμάραντος κττ. Ἰδ. καὶ ἈνθΠαπαδοπ. Γραμμ. βορ. ἰδιωμ. 24.

Σημασιολογία

1) Παρθενικός, παρθένος, ἀμίαντος πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Ἀπάρθενο κορίτσι πολλαχ. Ἀπάρθενα κοράσιˬα ἐνιαχ. Παρθένο κορίτσι. Παρθένος ἄντρας (ὁ μὴ συνελθὼν μετὰ γυναικὸς) λογ. πολλαχ. Κωπελ-λούδα ἀπάρθενη Κύπρ. Ἔν᾿ ἀπάρτενος κιˬ ὁ γιˬὸς κ’ἡ κόρη του αὐτόθ. || Παροιμ. Σκλάβα μὲ θωρεῖς κιˬ ἀπάρθενη μὲ θέλεις; Ἤπ. || ᾌσμ. Τρία ἀπάρθενα κοράσιˬα | σὰν τοῦ Μάι τὰ κεράσιˬα Κεφαλλ. Πελοπν. κ.ἀ. Μόν’ βάλε νεˬοὺς καὶ σκάψε με, γέρους καὶ κλάδεψέ με, καὶ δυˬὸ κορίτσα ἀπάρθενα νὰ μὲ κορφολογήσουν Εὔβ. Μὄπεσε τὸ μαντήλι μου τ’ ἀργυρογαζωμένο, ὅπου μοῦ τὸ κεντάγανε τρί’ ἀπάρθενα κορίτιˬα Πελοπν. (Σουδεν.) Τρί’ ἀπάρθενα κορίτσιˬα, | φουντωτὰ σὰν κυπαρίσσιˬα Χίος Ἐπάρτε μου λ-λίην ᾽πομονὴν νὰ λούσω τὸ κορμίν μου, γιˬατ᾿ εἶμαι ἀπάρτενον παιὶν ταὶ θέλω τὴν τιμήν μου Κύπρ. ’Σ τοὺ σκάψιμου νὰ στέλνῃς νεˬοὺς, ’ς τοὺ κλάδιμα τοὺς γέρους κὶ εἰς τοὺ κουρφουλόημα ἀιπάρθινα κουρίτσιˬα Κοζ. –Ποιήμ. Τ᾿ ὄνομά σου τὸ πιˬάνω καὶ τὸ σφίγγω σὰν πρωτόφαντο ἀπάρθενο κορμὶ ΚΠαλαμ. Παράκαιρ. 99 Λεβέντρα πλάσι ἀπάρθενη, χάρισε σὺ τοῦ ἀνήμπορου μιˬὰ δύναμι καὶ μιˬὰ ψυχή, μιˬὰ γλῶσσα, μιˬὰ γοργάδα ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ 2 101. Μιˬὰ περιστέρα κάτασπρη σὰν λάχῃ ἐκεῖ φερμένη μέσ᾽ ἀπὸ κόσμο ἀπάρθενο π᾿ ἀνθίζ’ ἡ κυκλαμεˬὰ ΦΠανᾶ Λυρικ. 331. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπασπάτευτος 3. 2) Ἀμιγής, καθαρὸς Κύπρ. κ.ἀ.: Λᾴιν ἀπάρθενον (λᾴιν=λᾴδι) Κύπρ. Ἀπάρθενη στάχτη (ἐκ κλημάτων ἀμπέλου) ἀγν. τόπ. β) Ἀνέπαφος Κεφαλλ.: Ἀπάρθενο κρέας. γ) Ἀνεκμετάλλευτος Μεγίστ. Ρόδ.: Οἱ σφουγγαρᾶδες ηὕρασιν ξέραν ἀπάρθενην (εἰς τὴν ὁποίαν δὲν ἡλίευσαν ἄλλοι) Μεγίστ. δ) Μέγας καὶ ἀρίστης ποιότητος, ἐπὶ σπόγγου Σύμ.: Ἀπάρθενο σφουγγάρι. ε) Ἰσχυρός, δυνατὸς Κρήτ.: ᾎσμ. Γιˬὰ βάλε νὰ μὲ σκάψουνε ἀπάρθενα κωπέλλιˬα. 3) Ἀπάτητος ΑΒαλαωρ Ἔργα 3,191: Ποίημ. Δακρύζουνε τ᾿ ἀπάρθενα τὰ χιˬόνιˬα ᾿ς τὸ λιˬοπύρι. 4) Ἄσκαφος, ἀκαλλιέργητος Ἄνδρ. Κύπρ. Σέριφ. Σύμ.: Τσάπ-πισε βαθκεˬὰ νὰ βκάλῃς χῶμαν ἀπάρθενον Κύπρ. Ἀπάρθενο χωράφι Σύμ. 5) Ὁ τὸ πρῶτον σπειρόμενος, ἐπὶ ἀγροῦ Σάμ: Ἀπάρθινου χουράφ’. 6) Ὁ μὴ χρησιμοποιηθείς, καινουργὴς Κύπρ.: ᾽Εβάλαν την σὲ μνῆμαν ἀπάρτενον.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/