ἀπαρματώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαρματώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπαρματώνω Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ’παρματώνω Πόντ. (Τραπ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀπαρματώνω. ᾽Ιδ. Μαχαιρ. 1,108 (ἔκδ. RDawkins) «καὶ τὰ ἄλλα κάτεργα ἐπῆγαν εἰς τὴν Ἀμμόχουστον καὶ ἀπαρματώσαν».

Σημασιολογία

1) Ἀφαιρῶ τὰ ἐξαρτύματα, ἐπὶ πλοίου Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.): ᾎσμ. ’Σ σὸν ποταμὸν νὰ σύρ’ ἀτο, τὰ ποτάμ ματώνει, ᾿ς σὴν θάλασσαν ἂν σύρ’ ἀτο, καράβ ἀπαρματώνει. 2) Αἴρω ἐκ τοῦ μέσου, σηκώνω Πόντ. (Σάντ. Τραπ.): Ἀπαρματώνω τὸ τραπέζ’. Συνών. φρ. Ξεστρώνω-σηκώνω τὸ τραπέζι. 3) Καταστρέφω δι’ ἀταξίας ἢ ἄλλως Πόντ. (Σάντ.): ᾿Επερμάτωσεν τ’ ὁσπίτ᾿-τὴν παχτὰν (τὸ μπαξέ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/