ἀπαρμέγω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαρμέγω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπαρμέγω, ἀπαλμέγω Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) ἀπαρμέγω Ἄνδρ. Κρήτ. Μῆλ. –Λεξ. Δημητρ. ἀπαρμέω Κύθν. ’παρμέγου Ἴμβρ. Ἀόρ. ἀπόρμεξα Ἄνδρ. ἐπόρμεξα Κρήτ. Χίος.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀπαμέλγω.
Σημασιολογία
Συμπληρώνω, τελειώνω τὸ ἄρμεγμα ἔνθ’ ἀν.: Νύχτωσε ὥς ν᾿ ἀπαρμέξω τὸ κοπάδι Λεξ. Δημητρ. Νά, τώρᾳ ἀπόρμεξα Ἄνδρ. ᾿Επόρμεξα τ᾿ς ἀγελάδες Κρήτ. Ἅμα θ’ ἀπαρμέξωμε, πάμε τὸ γάλα μέσ᾿ ᾿ς τὸ τυροτσέλλι Κύθν. Πριχοῦ ν’ ἀπαρμέξῃς, φώναξέ μου γιˬˬὰ νά ᾿ρθω Μῆλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA