ἀπαρνε͜ιέμαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαρνε͜ιέμαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπαρνε͜ιέμαι, ἀπαρνοῦμαι Κρήτ. Χίος κ.ἀ. ’παρνοῦμαι Τῆλ. ἀπαρνε͜ιοῦμαι Δαρδαν. Ζάκ. Θεσσ. (Ζαγορ.) Θήρ. Κρήτ. Κύπρ. –Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀπαρνε͜ιοῦμι Θρᾴκ. ἀπαρνε͜ιέμαι κοιν. ἀπαρνε͜ιῶμαι Εὔβ. (Κονίστρ.) Μεγίστ. Παξ. ’παρνε͜ιῶμαι Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) ἀπορνε͜ιοῦμαι Ρόδ. Ἀόρ. ’παρνήσθηκα Ἄνδρ. ἐπορνήστηκα Χίος ἀπαρνήσκα Δαρδαν. Ἀόρ. ὑποτακτ. ἀπαρνήσω ’Ιων. (Κάτω Παναγ.) Προστ ἀόρ. ἀπαρνήθου Νίσυρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀπαρνοῦμαι.
Σημασιολογία
Ἀρνοῦμαι τελείως, λησμονῶ καὶ ἐγκαταλείπω, συνήθως ἐπὶ φιλτάτων προσώπων ἢ πραγμάτων κοιν.: Ἀπαρνήθηκα τὸν δεῖνα. Δέ σ᾽ ἀπαρνε͜ιέμαι. Ἀπαρνήθηκα τὸν κόσμο (ἀπεσύρθην τῆς ζωῆς) κοιν. || ᾌσμ. Ἀρνήσθης με, ’παρνήσθης με καὶ πεˬὸ δὲν μὲ θυμᾶσαι Ἄνδρ. Τοῦ Πέτρου μόνο εἴπενε, τρὶς θὰ μ᾽ ἀπαρνήσῃς, πρὶν νὰ φωνάξ’ ὁ πετεινός, τρὶς θά με παρατήσῃς (μοιρολ. τῆς Παναγιᾶς. εἴπενε, ἐνν. ὁ Ἰησοῦς) Κάτω Παναγ. Σγουρόμαλλε παλληκαρᾶ μου, | κάμε νὰ εὕρω τὴν ὑγε͜ιά μου, καὶ ποτέ μου ᾿ὲν σ’ ἀπαρνοῦμαι | καὶ πάντοτε θὰ σ’ ἐνθυμοῦμαι Χίος. Ἀυτὰ τὰ μάτιˬα τὰ γλυκὰ τὰ ζαχαροπλασμένα, μ᾿ ἐκάμαν ν᾿ ἀπαρνηθῶ τὴν μάννα ποῦ μ’ ἐγέννα αὐτόθ. Μαῦρα θὰ βάψω νὰ φορῶ, μαῦρα καὶ ’ραχνιˬασμένα, γιˬατὶ μ’ ἐπορνηστήκανε δυˬὸ μάτιˬα ζαχαρένιˬα αὐτόθ. Εἰς τὸν χαρούμενο gαιρὸν ὅλοι φίλοι λογοῦdαι, μὰ ὅταν ἔλθ’ ὁ λυπηρὸς ὅλοι τὸν ἀπαρνοῦdαι Κρήτ. Κομμάθιˬα νὰ μὲ κάνουνε, κομμάτιˬα, κομματάκιˬα, δὲ d’ ἀπαρνοῦμαι ’γὼ ποτὲ τὰ μαῦρα σου ματάκιˬα αὐτόθ. Ἀνίσως καὶ μ’ ἀπαρνηστῇς καὶ τὸ σκεφτῇς καὶ μόνο, μέσ᾿ ᾿ς τὴ φωδιˬὰ νὰ καίεσαι καὶ νὰ μὴ νο͜ιώνῃς πόνο! Κάσ. Ἀνίσως καὶ σ’ ἀπαρνηστῶ καὶ νὰ σ᾽ ἀλησμονήσω, τὸ Μπαρμπαρέζικο κουπὶ σκλάβος νὰ τὸ τραυίξω Θήρ. Ὅντας ξεπέσῃ ἄνθρωπος, κλαίει, παραπονε͜ιέται, φίλος δὲν τὸν κοιτάζει πλεˬά, δικός τὸν ἀπαρνε͜ιέται Ζάκ. Κάλλιˬο νὰ φάω μπαλλωτεˬὰ ἀποὺ καλὸν παιχνιˬώτη παρὰ νὰ τὴνε ’παρνηστῶ τὴν ὄμορφή σου νεˬότη Τῆλ. Κόρη μου, ἀπαρνήθου την τοῦ ναύτη τὴν ἀγάπη Νίσυρ. Συνών. ἀπαρνίσκω, ἀρνε͜ιέμαι. Καὶ παθ. Ἀλησμονε͜ιῶdαι τὰ φιλε͜ιά, ’παρνε͜ιῶdαι κ᾿ οἱ ἀγάπες, συχνοπαdε͜ιῶdαι, δὲ μιλοῦν, σὰν ξένοι, σὰν διˬαβάτες Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA