ἄπαρτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄπαρτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄπαρτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ἄπαρτους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *παρτὸς<παίρνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ληφθείς, ὁ μὴ παραληφθεὶς κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Ἄπαρτη ἔχει τὴν προῖκα Χίος. Ἔχει τὸ δικαίωμα ἄπαρτο (τὸ συμφωνηθὲν μερίδιον ἐκ τῶν κουκουλλίων, ὅταν χορηγήσῃ τὸν κουκουλλόσπορον) Εὔβ. (Κονίστρ.) Ἄπαρτα ἔχει τ’ ἀρνιˬὰ (δὲν παρέλαβεν ἀκόμη τ᾿ ἀγορασθέντα ἀρνιὰ) Χίος. β) Ὁ μὴ ἀγορασθεὶς Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Μὰ ’όρασές το πεˬὰ τὸ μουλάρι; - Ἄπαρτο τό ᾿χ᾿ ἀκόμα. Συνών. ἀγόραστος. γ) Ὁ μὴ πωληθεὶς Σύμ.: Σφογγάριν ἄπαρτον. Συνών. ἀπούλητος. δ) Ἐκεῖνος ποῦ δὲν ἔχει ἀκόμη στεφανωθῆ, ἐπὶ κόρης Πελοπν. (Τριφυλ.): Τὴν ἔχει ἄπαρτη τὴ νύφη. 2) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ κυριευθῇ, ἀκυρίευτος, ἀπόρθητος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Ἄπαρτο κάστρο (κυριολ. καὶ μεταφ. πολλαχοῦ ἐπὶ τῆς μὴ διακορευθείσης κόρης) σύνηθ. || Ποιήμ. Εἰς τοῦ Τυρταίου τὰ ὁλάρφανα παιδιˬὰ καὶ τοῦ Πινδάρου ἄφησε τ’ ἄπαρτο σπαθί, τοῦ τραγουδιˬοῦ τὴ φλόγα ΙΤυπάλδ. ᾨδὴ εἰς Πατρ. Γρηγόρ. 6 Βουνὰ τῶν ξένων τόπων σκοτεινά, ποῦ γλυκοχαιρετίζεστε μὲ τ’ ἄστρα, κρυφτὰ ’ς τὴν καταχνιˬὰ παντοτινά, ἄσωστα, ἀπάτητα, ἄπαρτα σὰν κάστρα ΚΠαλαμ. Ὕμν. Ἀθην.2 105. Συνών. ἀπάτητος Β1. 3) Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δὲν περιεκόπη διὰ νὰ προσαρμοσθῇ καλύτερον προσραπτόμενος ἐπὶ μέρους ἐνδύματος κοιν.: Ἄπαρτος γιˬακᾶς-ἄπαρτο μανίκι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA