ἀπασβεστώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπασβεστώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπασβεστώνω, ἀποσβεστώνω Κάσ. ᾽ποσβεστώνω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ἀσβεστώνω.

Σημασιολογία

Μετβ. κάμνω τι σκληρὸν ὡς ἡ ἄσβεστος ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Θωρεῖς ἐκεῖνον τὸ νεκρὸ τὸν ἀποσβεστωμένο ὄπου φορεῖ ᾿ς τὴν κεφαλὴ ἀγκάθινο στεφάνι; Κάσ. Καὶ ἀμτβ. γίνομαι σκληρὸς Κύπρ.: ’Εποσβεστώσασιν τὰ ροῦχα (ἐσκληρύνθησαν ἐκ τοῦ ρύπου ἢ τῆς κακῆς πλύσεως).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/