ἀπασκολῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπασκολῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπασκολῶ λόγ. πολλαχ. ἀπασκολάω Εὔβ. (Πλατανιστ.) ἀποσκολῶ Εὔβ. (Πλατανιστ.) ᾿ποσκολε͜ιῶ Κύπρ. ’ποσκολίζω Κύπρ. Μεσ ’ποσκολει͜οῦμαι Κύπρ. ’ποσκολίζομαι Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. ἀπασχολῶ.
Σημασιολογία
1) Ἀπασχολῶ τινα λόγ. πολλαχ.: Αὐτὴ ἡ ὑπόθεσι ἢ δουλε͜ιὰ μ᾽ ἀπασκόλησε πολὺ πολλαχ. ’Ποσκόλησέ τον ὥσπου νά ’ρτω Κύπρ. ᾽Εποσκολίστηκα τ’ ἐπῆαν τὰ βούδκιˬα τ’ ἐζημιˬώσαν αὐτόθ. || Φρ. ’Ποσκολῶ τὴν ὥρα μου (χάνω τὸν καιρό μου) αὐτόθ. 2) Κωλύω, ἐμποδίζω τινὰ πολλαχ.: Μ’ ἀπασκόλησε ἀπ᾿ τὴ δουλε͜ιά μου πολλαχ. Μὴ ἀπασκολήσῃς τὸ παιδὶ ἀπ᾿ τὸ σκολε͜ιὸ Πλατανιστ. Δὲ μ᾽ ἄφησε νὰ κάμω τὴ δουλε͜ιά μου ὁ ἀγέρας, μ᾿ ἀπασκόλησε αὐτόθ. Μὲν τὸν ’ποσκολῇς, ἄφησ’ τον νὰ τελε͜ιώσῃ τὴν δουλε͜ιάν του Κύπρ. Συνών. μποδίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA