ἀπασπάλωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπασπάλωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπασπάλωτος ἐπίθ. Λευκ. –ΑΠαπαδιαμ. Χριστούγ. τεμπέλη 59 ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3. 241 ἀπασπάλουτους Θρᾴκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *πασπαλωτὸς<πασπαλώνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ πρὸ τοῦ δέοντος καιροῦ γεννώμενος, ὁ ἔχων ἄμορφον σῶμα, ἀσχημάτιστος, ἐπὶ ζῴων καὶ ἰδίᾳ πτηνῶν Λευκ. –ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν.: Πουλλὶ ἀπασπάλωτο Λευκ. Συνών. ἄπλερος. β) Ὁ μὴ στερεοποιημένος, ἁπαλὸς Λευκ.: Τὸ μυˬαλό του εἶν᾽ ἀπασπάλωτο. 2) Ὁ μὴ περιποιούμενος ἑαυτὸν καὶ τοὺς οἰκείους του, ἀσυγύριστος ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ’ ἀν.: Ἡ δεῖνα ἀπασπάλωτη δὲν ἠξεύρει νὰ βολέψῃ τὸ νοικοκυριˬό της.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/