ἀπαστέλλωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαστέλλωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπαστέλλωτος ἐπίθ. ἀπαστίλλωτος Μεγίστ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *παστελλωτὸς<παστελλώνω, παρ᾽ ὃ καὶ παστιλλώνω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ γενόμενος ὑδαρὴς ὡς πολτός, ἐπὶ ὀρύζης ἢ ὀσπρίων: Τὸ φαεῖν εἶναι-ν-ἀπαστίλλωτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/