ἀπαστριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαστριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπαστριˬὰ ἡ, ἀπαστρία Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Σινώπ. κ.ἀ.) –Λεξ. Κομ. Γαζ. (λ. ἀκαθαρσία) Ψύλλ. Περίδ. Αἰν. ἀπαστρίγιˬα Πόντ. (Κερασ.) ἀπαστριˬὰ σύνηθ. ἀπαστριγιˬὰ Στερελλ. (Ἀράχ.) ἀπάστριˬα Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄπαστρος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ἔλλειψις καθαρειότητος, ρυπαρότης σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σινώπ. κ.ἀ.): Κακὸ πρᾶμα ἡ ἀπαστριˬά. Ἔχουνε μεγάλη ἀπαστριˬὰ σπίτι τους. Βρομάει ἀπὸ τὴν ἀπαστριγιˬά. Ἀπαστριˬὰ πὄχει ’δῶ μέσα! σύνηθ. || Φρ. ἀπαστριˬὰ καὶ κακομοιριˬὰ Πελοπν. (Αἴγ.) Συνών. ἀκαθαρσία 1, ἀπαστρίλα, ἀπαστροσύνη, λέρα. 2) Βόρβορος ΑΛασκαράτ. Στιχουργήμ.2 243: Ποίημ. Καὶ πέφτει ᾿ς ἕνα αὐλάκι | γιˬὰ κακὴ τύχη ἀπαστριˬὲς γιομᾶτο. Συνών. ἀκαθαρσία 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA