ἀπαστρίλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαστρίλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπαστρίλα ἡ, Πελοπν. (Ἀρκαδ. Κορινθ. Μάν. Τρίκκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄπαστρος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίλα.
Σημασιολογία
Ἀπαστριˬὰ 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Τί ἀπαστρίλα ποῦ ’χει τὸ σπίτι του! Κορινθ. || Φρ. Ἀπαστρίλα καὶ κακομοιρίλα! Μάν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA