ἀπαστροσύνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαστροσύνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπαστροσύνη ἡ, Πελοπν. (Ἀρκαδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄπαστρος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ἀκαθαρσία, ρυπαρότης: Αὐτή ἡ γυναῖκα ἔχει ἀπαστροσύνη. Ἡ ἀπαστροσύνη εἶναι μεγάλο κακό. Δὲν πάς νὰ πλύνῃς τὰ χέριˬα σου πὄχουν τόση ἀπαστροσύνη; Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀπαστριˬὰ 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA