ἀπατεῶνας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπατεῶνας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀπατεῶνας ὁ, λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀπατεών.
Σημασιολογία
Ἄνθρωπος πανοῦργος, δόλιος λόγ. κοιν.: Αὐτός εἶναι ἀπατεῶνας λόγ. κοιν. || ᾎσμ. Ἀφιλότιμε bερπάτη ǀ ἤφαές μου το τὸ μάτι, ἀφιλότιμε σὲ ὅλα, | δίγνωμε κιˬ ἀπατεῶνα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) β) Διαφθορεὺς κόρης ΧΧρηστοβασ. Διαγων. 21: Καὶ πο͜ιὸς ἀκούστηκε γιˬ’ ἀπατεῶνας της; -Τὸ πρωτοπαλλήκαρό σου, ὁ Φῶτος. Συνών. ἀπάτης (Ι).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA