ἀπαυτούλλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαυτούλλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Αντωνυμία

Τυπολογία

ἀπαυτούλλα ἀντων. προσωπικὴ ’πατούλλα Ρόδ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ ἀπαυτός, παρ᾿ ὃ καὶ ἀπατός, ’πατός, καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ούλλα.

Σημασιολογία

Μόνη μου: Μὰ ποι͜ὸς σ’ ἔμαθεν νὰ ’φαίνῃς; -’Πατή μου καὶ ’πατούλλα μου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/