ἀπάχετος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπάχετος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπάχετος ἐπίθ. Κρήτ. ἀπάσετος Πόντ.(Τραπ.) ἀπάσατος Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *παχετὸς<παχένω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ παχύς, ἀπαχής, ἰσχνὸς ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀπάχετος κριγιˬὸς Κρήτ. Δὲ dὰ ταΐζεις τὰ βούγιˬα καὶ θωρῶ κ᾿ εἶναι ἀπάχετα αὐτόθ. Οὕλ τὰ παιδία μ᾽ ἐπάυναν ᾽ς σὸν παρχάρ’, τ᾿ ὅλων τὸ μικρὸν μονάχον ἐκατέβεν ἀπάετον (τὸ μικρότερο μόνον κατέβη χωρὶς νὰ παχύνῃ. παρχάρ’=ὀρεινὸς βοσκότοπος χρησιμεύων καὶ ὡς ἐξοχὴ). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄπαχος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA