ἀπαχνιδίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαχνιδίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπαχνιδίζω Πόντ. (Κοτύωρ.) Ἀόρ. ἐπεχνιδσα Πόντ. (Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ἀχνίδιν.
Σημασιολογία
Ἀφαιρῶ τὰ ἀχνίδιˬα, τὰ ὀστᾶ τῶν ἰχθύων. Συνών. ἀποτσαχνίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA