γυφτόσπερμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυφτόσπερμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυφτόσπερμα τό, ἐνιαχ. γυφτόσπαρμα πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ σπέρμα.
Σημασιολογία
Ὁ γόνος, τὸ γέννημα γύφτου, ὁ ὑπὸ μητρὸς Ἑλληνίδος καὶ πατρὸς γύφτου γεννηθείς πολλαχ. Συνών. γυφτόπιˬασμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA