γυφτόψαρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυφτόψαρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυφτόψαρο τό, ἐνιαχ. γυφτόψαρου Θεσσ. (Γερακάρ. Καρποχώρ. Μεγαλόβρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ ψάρι.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἰχθὺς τῶν γλυκέων ὑδάτων Tinca tinca Θεσσ. (Καρποχώρ.) Συνών. γύφτος, Α9, λασπόψαρο, μαυρόψαρο, χρυσόψαρο. 2) Ὁ γυρῖνος τῶν βατράχων Θεσσ. (Γερακάρ. Μεγαλόβρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/