γωνιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γωνιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γωνιˬὰ ἡ, γωνία λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. γωνία Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Τυρ.) γωνιˬὰ κοιν. καὶ Καππ. γων-νιˬὰ Κῶς Λέρ. Χάλκ. κ.ἀ. βωνιˬὰ Κάρπ. Νίσυρ. Ρόδ. γουνία Πόντ. (Οἰν.) γουνιˬὰ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ᾿ωνία Κάρπ. Κάσ. ᾿ωνιˬὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γωνέα Αἰγιν. Πελοπν. (Μάν. Ξεχώρ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κοτύωρ. Νικόπ. Οἰν Ὄφ. Χαλδ.) γωνιˬὸ τό, Κρήτ. (Ρέθυμν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. γωνία. Ὁ τύπ. γωνιˬὰ ἤδη Βυζαντ. Πβ. Διήγ. παιδιόφρ., στ. 169 (ἔκδ. Wagner, σ. 147) «καὶ χέζεις δὲ καὶ τὴν γωνιὰν καὶ χώνεις τα μὲ στάκτην». Διὰ τὸν τύπ. γωνέα βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ. 2, 268.
Σημασιολογία
1) Τὸ σχῆμα τὸ ἀποτελούμενον ἐκ δύο γραμμῶν κειμένων ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ ἐπιπέδου καὶ συναντωμένων εἰς κοινὴν κορυφὴν κοιν. : Γράψε μου μιˬὰ γωνία ᾿ς τὸν πίνακα. Γωνία 45ο. Ἡ γωνία τοῦ χαρτιˬοῦ-τοῦ τετράδιου - τοῦ τραπεζιˬοῦ - τοῦ τοίχου - τοῦ πατώματος κ.ἄ. κοιν. β) Τὸ γωνιόμετρον, γνώμων σχηματίζων ὀρθὴν γωνίαν, διὰ τοῦ ὁποίου ἐλέγχεται ἡ κανονικότης τῶν ὀρθογωνίων κατασκευῶν, χρησιμοποιούμενος ὑπὸ τῶν τεκτόνων, λιθοξόων, κτιστῶν, ραπτῶν, σιδηρουργῶν, βιβλιοδετῶν κ.ἀ. πολλαχ. καὶ Τσακων.: Πᾶρε τὴ γωνιˬὰ νὰ γωνιˬάσῃς τὰ παραθυρόφυλλα Πελοπν. (Γαργαλ.) Φέρι μου τὴ γουνιˬὰ νὰ γουνιˬάσουμι τοὺ σπίτ᾿ Σάμ. || Φρ. Γωνιˬάζω τὸ ξύλο μὲ τὴ γωνιˬά. Πβ. Πλάτ. Φίληβ. 51c «τά τε τοῖς τόρνοις γιγνόμενα ἐπίπεδά τε καὶ στερεὰ καὶ τὰ τοῖς κανόσι καὶ ταῖς γωνίαις». Συνών. βλ. εἰς λ. ἀλφάδι. γ) Εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν ναυτικῶν, ἐργαλεῖον ἡμικυκλικὸν διῃρημένον εἰς 180ο, διὰ τοῦ ὁποίου μετροῦν τὸ πλάτος, ἤτοι τὴν ἀπὸ τοῦ Ἰσημερινοῦ ἀπόστασιν τοῦ πλοίου. δ) Μικρὰ γωνία ἐκ χρυσοχάρτου ἐπικολλωμένη εἰς ἑκάστην τῶν γωνιῶν φερέτρου ἢ δίσκου μνημοσύνου Ἀθῆν. 2) Ἡ καμπὴ καὶ ἰδίως ὁδοῦ, ὡς γωνιώδης σύνηθ.: Στεκόταν ᾿ς τὴ γωνιˬὰ τοῦ δρόμου κ᾿ ἐπερίμενε. Καθότανε σὲ μιˬὰ γωνιˬὰ κ᾿ ἐζητιˬάνευε σύνηθ. || Γνωμ. Ὅπο͜ιος δὲν ἀκούει τῶβ βων-νιˬῶ, σὲ κακὴβ βωνιˬὰ γ-κανιˬάζει (δυστυχεῖ ὁ μὴ ἀκολουθῶν τὴν συμβουλὴν τῶν γονέων του) Κάρπ. 3) Τὸ παρὰ τὴν γωνίαν μέρος κοιν.: Βάλ᾿ το ᾿κειδὰ σὲ μιˬὰ γωνιˬά. Κάθισε ᾿ς τὴ γωνιˬὰ κοιν. || Φρ. Ἔμεινε ᾿ς τὴ γωνιˬὰ (ἐπὶ γυναικός, ἡ ὁποία παρέμεινεν ἄγαμος) πολλαχ. Συνών. φρ. Ἔμεινε ᾿ς τὸ ράφι. 4) Ἡ ἄκρα καθόλου, ἡ γωνία ἐπιφανείας κοιν.: Ν᾿ ἀρχίσουτε νὰ δουλεύουτε ἀπὸ τὴ γωνιˬὰ ἐκεὶνη ᾿κεῖ τοῦ χωραφιˬοῦ Πελοπν. (Τριφυλ.) Δῶσ᾿ μου δυˬὸ σαρδέλες, ὄχι γωνιˬά, μέση Ἀθῆν. Ὁ ζευγᾶς ζευγαρίζει καὶ πίσω ὁ σκάφτης κάνει τὶς γωνιˬὲς Σίφν. Δῶσ᾿, μου μιˬὰ γωνιˬὰ ψωμὶ Ἀθῆν. Συνών. ἀγκωνὴ 2. 5) Ὁ ὀλίγος, ὁ στενὸς τόπος Πέλοπν. (Γαργαλ. Τριφυλ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.) Ἔχουτε νιˬὰ γωνιˬὰ γῆς κ᾿ ἐσεῖς καὶ μᾶς τὸ πήρατε ἀπάνου σας (= ὑπερηφανεύθήτε) Γαργαλ. Νιˬὰ γουνιˬὰ τόπους εἶνι οὕλους οὑ κάμπους Αἰτωλ. Ἔχουμι νιˬὰ γουνιˬὰ κῆπου Στερελλ. Αὐτοὶ μαλώσανε γιˬὰ μιˬὰ ωνιˬὰ τόπο Τριφυλ. Ἡ σημ. ἤδη εἰς Πλούταρχ., Ἠθ. 2, 482c «ὑπὲρ οἰκοπέδου καὶ γωνίας πρὸς ἀδελφούς διαμονομαχοῦσιν». 6) Μέρος, τόπος ἀπόκεντρος Ἀττικ. Κρήτ. Κῶς Μ. Ἀσία (Κυδων.) Πελοπν. (Λακεδ. Λάστ.) Σῦρ. κ.ἀ. Κάτσε σὲ μιˬὰγ γων-νιˬὰ (ἀπόμερα) Κῶς || Φρ. Κάτσε ᾿ς τὴ γωνιˬά σου (νὰ μὴ μετέχῃς τὴς συζητήσεως) Σῦρ. Λόγιˬαζε τ᾿ γουνιˬά σ᾿ Κυδων. 7) Ἡ ἐξέχουσα ἢ εἰσέχουσα γωνία, ἡ σχηματιζομένη συνήθως μὲν ὑπὸ δύο τοίχων, ἀλλὰ καὶ ὑπὸ δύο οἱωνδήποτε ἐπιπέδων περατουμένων εἰς κοινὴν ἀκμὴν κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) Οἱ τέσσερις γωνίες τοῦ σπιτιˬοῦ. Ἀκκούμπησε τὴν ὀμπρέλα σου ᾿ς τὴ γωνιˬά. Ἔπεσε κ᾿ ἐχτύπησε τὸ κεφάλι του ᾿ς τὴ γωνιˬὰ τῆς ντουλάπας κοιν. Ἀπὸ τὴν πολλὴ χρήση ἐφαγώθηκαν οἱ γωνιˬὲς τοῦ βιβλίου σύνηθ. Σαρίζουν τὸ σπίτ᾿ ᾿ποὺ τὴ γωνιˬὰ Κύπρ. (Καλοπαναγιώτ.) Ἀσ᾿ τ᾿ ἐπιˬάσεν ἄτονα, ἔκοψεν ἄτονα καὶ ἐποῖκεν ἄτονα ᾿ς σὰ τέσσερα γωνέας τοῦ σπιτί᾿ (μόλις τὸν συνέλαβε, τὸν ἔκοψε, τὸν ἔκανε τέσσερα κομμάτια καὶ τὸν ἐκρέμασεν εἰς τὰς τέσσαρας γωνίας τοῦ σπιτιοῦ) Ὄφ. || Φρ. Τὶς ἑφτά ᾿ωνιˬὲς τοῦ σπιθιˬοῦ ἤφαα, μὰ δὲ dὸ βρῆκα τὸ bάωμα, ποὺ ᾿υρεύγω (ἠρεύνησα ὅλα τὰ μέρη τῆς οἰκίας) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἔκατσε κ᾿ ἐκόλλησε ᾿ς τὸ γωνιˬὸ (ἐπὶ ὀκνηρῶν) Κρήτ. (Ρέθυμν.) || Αἴνιγμ. Γυρίζει, γυρίζει καὶ ᾿ς τὴ γωνιˬὰ καθίζει (τὸ σάρωθρον) Κύθηρ. || ᾎσμ. Γιˬὰ δώσ᾿τε ἀτον τὸ ἄλογον ντὸ στέκει πρὸς γωνέαν Τραπ. β) Συνεκδ., ἔπιπλον γωνιωτόν, τιθέμενον εἰς τὴν γωνίαν αἰθούσης πρὸς στολισμὸν Ζάκ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) Συνών. καντουνιˬέρα, κονσόλα. γ) Ἐργόχειρον κοσμοῦν τὴν γωνίαν οἰκίας Ζάκ. 8) Γωνιώδης πήλινος ἢ σιδηροῦς σωλὴν εἰς ὀρθὴν γωνίαν κεκαμμένος, χρησιμοποιούμενος ὡς ὑδραγωγὸς σωλὴν Ἀθῆν. Πειρ. κ.ἀ.: Δῶσ᾿ μου δυˬὸ σωλῆνες καὶ τρεῖς γωνιˬὲς Ἀθῆν. Αὐτὴ ἡ γωνιˬά, ποὺ πῆρες, ἔχει τὸ κολλάρο της σπασμένο αὐτόθ. 9) Ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος Ἄνδρ Ζάκ. Κύθν. Λέσβ. Μακεδ. (Καστορ. Κοζ.) Πόντ. (Ἴμερ. Χαλδ.) Σέριφ. - Λεξ. Βάιγ : Παροιμ. Ἡ γουνιˬὰ μῶλους δὲ γίνιτι (ὅσον καὶ ἂν ἐκπέσουν οἱ ἰσχυροί, δὲν ἐξισοῦνται ποτὲ πρὸς τοὺς πολλούς) Λέσβ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Σομ. Συνών. ἀγκωνάρι 2, ἀγκωνὴ 4, καντουνάδα, κορνίζα. β) Συνεκδ., ὁ ὀγκώδης λίθος Πόντ. (Ἀμισ. Ἀργυρόπ. Ἴμερ. Κοτύωρ. Σταυρ. Χαλδ. κ.ἀ.) Ἡ γωνία ἐκύλίεν ἀδαπὰ γ-καικὰ ᾿ς σὸν κατέφερον (ὁ βράχος ἐκυλίσθη ἐδῶ κάτω εἰς τὸν κατήφορον) Πόντ. || Παροιμ. φρ. Ἀντὶς νὰ ἐγίνουμουν γουνέους, ἂς ἐγίνουμουν γωνέα (ἐπὶ γονέων ἐχόντων τέκνα πάσχοντα) Πόντ. γ) Καὶ ἐπιθετικ., ὁγκώδης Πόντ. (Χαλδ.) : Ἔσ᾿κωσεν ἕναν γωνέαν λιθάρ᾿ (ἐσήκωσεν ἕνα ὁγκώδη λίθον). 10) Σανὶς ἱκανοῦ πάχους χρησιμοποιουμένη διὰ τὴν κατασκευὴν τῶν τοίχων ξυλίνων οἰκιῶν Πόντ. (Ἰνέπ.) 11) Ὁ τοῖχος Πόντ. (Νικόπ. Οἰν. Σινώπ. κ.ἀ.) : ᾿Σ σὴν γωνέαν μὴ χρίσκεσα (μὴν ἀκουμπᾷς ἐπὶ τοῦ τοίχου) Οἰν. β) Ὁ περίβολος Πόντ. (Ὀβατσ.) 12) Ἡ ἑστία, ὡς κειμένη εἰς γωνίαν σύνηθ. καὶ Τσακων. (Μέλαν. Πραστ., Τυρ.): Κάθομαι ᾿ς τὴ γωνιˬὰ καὶ πυρώνομαι. Βάλε ξύλα ᾿ς τὴ γωνιˬὰ σύνηθ. Βάρ᾿ το ᾿ς τὴ γωνιˬὰ νὰ ζεσταθῇ Κέρκ. Ὅλο κοdά ᾿ς τὴ γωνιˬὰ ἐκάηκα ἀπὸ τὴ ζέστη Ἰθάκ. Νωρούλιˬα ᾿ς τὴ γωνιˬά σου (νωρούλια = ἐνωρίτερον) αὐτόθ. Ἅψε, βαέ, τὴ γωνιˬά, νὰ ζεσταθοῦμε Βιθυν. (Κίος). Μὴν τὸν κοιτᾷς τώρα ποὺ ἔγινε γηραλέος καὶ μένει ᾿ς τὴ γωνιˬά! Σὰν ἤτονε νέος νά ᾿γλεπες, φτερά ᾿χαν τὰ πόδιˬα του Πελοπν. (Κυνουρ.) Ἄναψι φουτιˬά ᾿ς τὴ γουνιˬὰ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Ἀφῆκα τὸ λουπάι τὰ γωνία ξέμπετε (ἄφησα τὴν χύτραν ἀσκέπαστην ἐπὶ τῆς ἑστίας) Μέλαν. Τὰ κάβα φέρε σι ὀγὶ τὰ γωνία (φέρε τὰ ξύλα ἐδῶ ᾿ς τὴ γωνιὰ) αὐτόθ. || Φρ. Γωνιˬὰ καὶ χουλιˬάρι (ἐπὶ ὀκνηρῶν) Πελοπν. (Λακων.) Δὲ ζεσταίνει γωνιˬὰ (ἐπὶ τῷ ἐπιδιδομένων εἰς ποικίλας ἀσχολίας καὶ μὴ ἀκολουθούντων σταθερὰν κατεύθυνσιν εἰς τὸν βίον των) Πελοπν. (Γαργαλ. Λακων.) Σταχτώνω γωνιˬὰ (ἀποκτῶ παιδιὰ) Πελοπν. (Γέρμ.) || Παροιμ. Ἂ δὲ μαγειρέψ᾿ ἡ γωνιˬά σου, | δὲ χορταίνει ἡ κοιλιˬά σου (ἕκαστος ὀφείλει νὰ ὑπολογίζῃ εἰς τὰς ἰδικάς του δυνάμεις) Κεφαλλ. Ὅσες γωνιˬὲς καπνίζουνε, δὲ μαγειρεύουν ὅλες (πολλοὶ ἐνῷ θεωροῦνται πλούσιοι, δὲν εἶναι κατ᾿ οὐσίαν) Χίος (Καρδάμ.) Τὸ λέει ἡ μάννα ᾿ς τὴ γωνιˬὰ | καὶ τὸ παιδὶ ᾿ς τὴ γειτονιˬὰ (δὲν πρέπει νὰ ἐμπιστευώμεθα τὰ μυστικά μας εἰς ἀνηλίκους, ὡς μὴ ἐχεμύθους) Ζάκ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. || Γνωμ. Ὁ καλὸς Μάρτης ᾿ς τὴ γωνιˬὰ κιˬ ὁ κακὸς ᾿ς τὸν ἥλιˬο (αἱ κακοκαιρίαι καὶ αἱ βροχαὶ τοῦ Μαρτίου ὠφελοῦν τὴν γεωργίαν) Πελοπν. (Γαργαλ.) Μάρτης γωνιˬές, καλὸς Μάρτης, | Μάρτης αὐλές, κακὸς Μάρτης (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Πελοπν. (Δημητσαν.) || ᾎσμ. Θέλει τὸ σπίτιν παστρικόν, | θέλει το νά ᾿ν᾿ καὶ βραστικόν, νά ᾿χῃ παράμερα γωνιˬὰν | καὶ νά ᾿ν᾿ καὶ μὲ τὴν τσιμινιˬὰν Κύπρ. Συνών. ἀγκωνή 3β, ἁψιμαρεῖο 2, γωνίδι 1, γωνίστρα 1, ἑστία, καμινάδα, παραγωνάδα, παραγώνι, παρακαμίνι, παραστιˬά, παραχούτι, τζάκι, φωτογωνιˬά. β) Συνεκδ., ἡ τέφρα Πελοπν. (Κάμπος Λακων.): Φέρε λίγη γωνιˬὰ νὰ πλύνωμε τὰ σκουτιˬὰ μὲ ἀλισσίβα. Τὸ νέμα τοῦ λαναριˬοῦ θὰ τ᾿ ἀσπρίσουμε μὲ γωνιˬά. γ) Ὁ περὶ τὴν ἑστίαν χῶρος, κείμενος ὑψηλότερον τοῦ δαπέδου Ρόδ. δ) Ἡ πρὸ τῆς ἑστίας τετράγωνος πλὰξ, προέκτασις τῆς βάσεως αὐτῆς Ἤπ. (Ζαγόρ. Κόνιτσ. Πωγών.) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Πελοπν. (Βούρβουρ.): Πλύν᾿ τ᾿ γουνιˬὰ Ζαγόρ. ε) Τὸ δάπεδον τοῦ φούρνου Πελοπν. στ) Ὁ εἴς τινα ἄκραν τοῦ δαπέδου τοῦ φούρνου μικρὸς λάκκος, ἐντὸς τοῦ ὁποίου συσσωρεύουν τὴν τέφραν Στερελλ. (Ἀστακ.) Συνών. βοθρὶ 1δ, σταχτοφούρνι, φουρνόλακκος. 13) Ἡ καπνοδόχος Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σηλυβρ.): Παροιμ. Κάθι γουνιˬὰ τοὐν καπνὸ τ᾿ς ξέρ᾿ (ἕκαστος τὰς ἰδικάς του θλίψεις γνωρίζει) Ἀδριανούπ. 14) Τὸ δωμάτιον τῆς οἰκίας εἰς τὸ ὁποῖον ὑπάρχει ἡ ἑστία Ζάκ Μεγίστ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Μανιάκ. Τριφυλ.) Τσακων.: Τσανὰ γωνία, γιˬατσ᾿ ἔν ποῖα κάδα (ἡμεῖς κοιμούμεθα εἰς τὸ δωμάτιον τὴς ἑστίας, διότι κάμνει κρύον) Τσακων. Τὰ γωνία ᾿ν᾿ ἀφῆτσε ἀσάρουτε (τὴν γωνιὰν τὴν ἄφησεν ἀσάρωτην) αὐτόθ. β) Κοινωφελὲς ἵδρυμα πρὸς παροχὴν προστασίας καὶ ψυχαγωγίας πολλαχ.: Ἡ γωνιˬὰ ἐργαζομένου κοριτσιˬοῦ. Ἀθῆν. Ἡ γωνιˬὰ τῆς μάννας αὐτόθ. 15) Μικρὸν δωμάτιον οἰκίας ἀπόκεντρον, χρησιμοποιούμενον ὡς ἀποθὴκη Λυκ. (Λιβύσσ.) β) Ἑκάτερον τῶν παρὰ τὴν εἴσοδον οἰκίας καὶ ἑκατέρωθεν ταύτης κειμένων δωματίων Λυκ. (Μύρ.) 16) Ἡ οἰκία γενικῶς ὡς τόπος θαλπωρῆς, κατὰ σημασιολογικὴν ἐπέκτασιν τῆς γωνίας = ἑστίας Ἀμοργ. Δαρδαν. Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ. κ.ἀ.) Ἰων. (Κρήν.) Καππ. (Σινασσ.) Κεφαλλ. Λέσβ. Μακεδ. (Καταφύγ. Κοζ.) Πελοπν. (Ἄργ. Γαργαλ. Οἰν.) Προπ. (Μηχαν.) - Α. Παπαδιαμ., Φόνισσ., 10 : Δὲν τὴν ἀφίνω ᾿γὼ τὴ γωνιά μου ὅσο ζῶ Γαργαλ. Δὲ φεύγω ἀπὸ τὴ γωνιˬὰ τ᾿ ἀνδροῦς μου Κρήν. Πήγαινε, δὲ σέ χωρεῖ ἡ γωνιˬά μου Ἄργ. Ἐκουβαλήθη νὰ ἐγκατασταθῇ μαζὶ μὲ τὸν σύζυγον καὶ τὰ τέκνα εἰς τὴν γωνιˬάν της Α. Παπαδιαμ., ἔνθ᾿ ἀν. || Φρ. Ἐφτὰ γωνιˬὲς ν᾿ ἀλλάξῃς! (ἀρά Συνών. φρ. Νὰ μὴ στεριˬώσῃς) Οἰν. Νὰ κάν᾿ς τὶς ἐννιˬὰ γουνιˬές, τέτο͜ια πού ᾿σι! (ἀρά· συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ζαγόρ. || Παροιμ. Ἔφυγ᾿ ἡ πιθιρά μ᾿, | πλάτυν᾿ ἡ γουνιˬά μ᾿ (ὁ θάνατος τῆς πεθερᾶς φέρει εὐρυχωρίαν εἰς τὸν οἶκον τῆς νύμφης) Ζαγόρ. Νά ᾿χου, νά ᾿χου τὰ πιδιˬά μου, | πιˬὸ πουλλὰ νά ᾿᾿ ἡ γουνιˬά μου (τὸ νὰ στηρίζεταί τις εἰς τὰς ἰδίας δυνάμεις εἶναι ἀσφαλέστερον) Μηχαν. Μὴν ἔ᾿ ἡ γουνιˬά σ᾿ | τσὶ φύλα᾿ ἀπ᾿ τὴ ᾿τουνιˬά σ᾿ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Λέσβ. Ἦρθε ᾿ς τὴ γειτονιˬά σου, καρτέρα το καὶ ᾿ς τὴ γωνιˬά σου (πάσχοντος τοῦ γείτονός σου, κινδυνεύεις νὰ πάθῃς κ᾿ ἐσὺ) Ἀμοργ. β) Τὸ γένος, κατὰ σημασιολογικὴν ἐπέκτασιν Θάσ. Ἤπ. - Κ. Χατζοπ., Ἀννιώ, 38: Πιˬάσ᾿κι ἀποὺ γουνιˬὰ (ἐπὶ νεοϋπάνδρου) Θάσ. Ἡ μάννα της κρατοῦσε ἀπὸ γωνιˬὰ Κ. Χατζοπ., ἔνθ᾿ ἀν 17) Κατὰ πληθ. γωνιˬές, εἶδος παιδιᾶς, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ παίζοντες παῖδες ἵστανται εἷς εἰς ἑκάστην γωνίαν τῶν πέριξ οἰκιῶν, καὶ ἀνταλλάσσουν τὰς θέσεις των τρέχοντες καὶ προσπαθοῦντες νὰ ἀποφύγουν τὸν εἰς τὸ μέσον ἱστάμενον συμπαίκτην αὐτῶν, ὅστις ἐπιδιώκει νὰ πλήξῃ τινὰ ἐξ αὐτῶν καὶ νὰ ἀντικατασταθῇ παρ᾿ αὐτοῦ Ἤπ. Ἰων. (Βουρλ. Σμύρν.) Λέσβ. Συνών. κατούνιˬα, πεζοῦλες, σιδεράκι, φωτιˬά. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γωνιˬὰ Ἀμοργ. Ἄνδρ. Θήρ. (Οἴα) Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθηρ. Νίσυρ. Πελοπν. (Ἀργολ. Κορινθ.) Προπ. (Ἀρτάκ. Κύζ.) Σίφν. Γωνία Ἤπ. (Χιμάρ.) Κυθηρ. Κύθν. Γων-νιˬὰ Λέρ. Γωνιˬὲς Κρήτ. Φολέγ. Γων-νιˬὲς Τῆλ. Γουνιˬὰ Λέσβ. Στερελλ. (Ἰτέα Παρνασσ. Χρισ.) Ὠνία Κάρπ. Βωνιˬὰ Νίσυρ. Βωνιˬὲς Κάρπ. Γωνὲς Κρὴτ. Γωνέα Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Ἀμισ.) Ἀσὴ Γωνιˬὰ Κρήτ. Καλὴ Ὠιˬὰ Κάρπ. Κυρὰ Γωνιˬὰ Κρητ. Μέσα Γωνιˬὰ Θὴρ. Ἔξω Γωνιˬὰ αὐτόθ. Μεγάλη Γωνιˬὰ Κρήτ. (Ἀποκόρ.) Μικρὴ Γωνιˬὰ Κρήτ. (Ρέθυμν.) Νέα Γωνιˬὰ Μακεδ. (Χαλκιδ.) Στενὴ Γωνιˬὰ Στερελλ. (Ἀστακ.) Κόλος τῆς Γωνιˬᾶς Ἀμοργ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA