γωνιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γωνιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γωνιˬάζω σύνηθ. γωνιˬάζ-ζω Κάλυμν. γων-νιˬάζ-ζω Κῶς Λειψ. Νίσυρ Ρόδ. κ.ἀ. γουνιˬάζου Ἁλόνν. Εὔβ. (Λιχὰς) Ἤπ. (Δωδών. Ζαγόρ. Κουκούλ.) Θεσσ. (Βαθύρρ. Κακοπλεύρ. Μαυρέλ. Φωτειν.) Μακεδ. (Βλάστ. Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Καταφύγ. Κοζ. Χαλκιδ. κ.ἀ.) Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀχυρ. Λεβάδ. Παρνασσ. Περίστ. κ.ἀ.) ᾿ωνιˬάζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ᾿ωνιˬάντζω Κάρπ. Κάσ. γωνιˬάζουρ ἔι Τσακων. (Μέλαν. Τυρ.) ἀγωνιˬάζουρ ἔι Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Τυρ.)
Ετυμολογία
Τὸ Ἑλληνιστ. γωνιˬάζω.
Σημασιολογία
Α) Μεταβ. 1) Διαμορφώνω στερεὸν σῶμα ἢ ἐπίπεδον ἐπιφάνειαν εἰς τρόπον, ὥστε νὰ ἀποκτήσῃ γωνίας καὶ μάλιστα ὀρθὰς πολλαχ. καὶ Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Τυρ.): Γώνιˬαζε τὶς πέτρες γιˬὰ νὰ γίνεται ὁ τοῖχος καθὼς πρέπει καὶ νὰ φαίνεται ὄμορφος Πελοπν. (Τριφυλ.) Γωνιˬάζω τὸ λαμπᾶ (= τὴν παραστάδα τῆς θύρας) Ἄνδρ. Πιˬάσε νὰ μοῦ γωνιˬάσῃς αὐτὲς τὶς πλάκες Ἀθῆν. Τὰ σκάψαμε τὰ θεμέλιˬα, ἀλλὰ δὲ τὸ γωνιˬάσαμε ἀκόμα τὸ σπίτι Πελοπν. (Ξηροκ.) Νὰ πληρώσῃς λίγο περισσότερο, ἀλλὰ νὰ πάρῃς γωνιˬασμένες μαυρόπλακες Πειρ. Εἶναι γωνιˬασμένη αὐτὴ ἡ σανίδα; Πελοπν. (Τριφυλ.) Γων-νιˬάζ-ζω τὸ σπηλιˬάδι (= οἰκίσκον ἀγροτικὸν ἐκτισμένον διὰ ξηρολιθοδομῆς) Νίσυρ. Θὰ γουνιˬάσου πρῶτα τοὺ παραθύρ᾿ κ᾿ ὕστερα θανά ᾿ρθου Στερελλ. (Ἀχυρ.) Πᾶμε νὰ βάλωμε τὰ ράμματα νὰ γων-νιˬάσωμε τὸ οἰκόπεδο Λειψ. Θ᾿ ἀγωνιˬάσωμε τὰ τζέα (θὰ τετραγωνίσωμε τὸ σπίτι) Μέλαν. Ἔα νὰ μὶ γωνιˬάσερε τὸ ἀργασήι (ἔλα νὰ μοῦ ὀρθογωνίσῃς τὸν ἀργαλειὸ) αὐτόθ. Μὶ τ᾿γουνιˬὰ γουνιˬάζουμι τοὺ σπίτ᾿ γιˬὰ νὰ τοὺ τιτραγουνίσουμι Εὔβ. (Λιχάς). Μὶ τὴ γουνιˬὰ γουνιˬάζαμ᾿ τὰ ξύλα Στερελλ. (Λεβάδ.) Δὲν εἶνι καλὰ γουνιˬασμένους ἡ τοῖχους Μακεδ. (Γήλοφ.) || Φρ. Ἐγώνιˬασα τὸ χωράφι μου (εἰς τὸν ἀκανόνιστον καλλιεργημένον ἀγρόν μου προσέθεσα τμήματα ἐκ παρακειμένων ἀκαλλιεργήτων ἀγρῶν καὶ προσέλαβεν οὕτω γωνιῶδες σχῆμα) Πελοπν. (Τριφυλ.) 2) Τοποθετῶ εἰς γωνίαν Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.) Κάρπ. Κάσ. Μακεδ. (Βλάστ. Γήλοφ. Δασοχώρ. Τριφύλλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) - Α. Βαλαωρ., Ἔργα 2, 178 : Τοὺ γώνιˬασ᾿ τοὺ τ᾿ρὶ Γήλοφ. Ὤνιˬασε τὶς ἀκάθθες Κάσ. Τά ᾿χει ὅλ-λdα γωνιˬάσει κονdὰ ᾿ς τὴλ – λατσία (= στέρνα) Κάσ. || Ποίημ. Καὶ ᾿ς τὸν κόρφο σὲ μιˬὰν ἄκρη τὴν ἑγώνιˬασα βαθιˬὰ Α. Βαλαωρ., ἔνθ᾿ ἀν. Β) Ἀμτβ. 1) Κάθομαι εἰς γωνίαν, καταφεύγω εἴς τινα ἄκραν Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κάρπ. Κάσ. Μακεδ. (Γήλοφ. Καταφύγ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Γαργαλ. Τριφυλ.) Στερελλ. (Παρνασσ.) - Λεξ. Αἰν. : Ἦρθι κὶ γώνιˬασι ᾿ς τ᾿ Θύμνιˬου τοὺ σπίτ᾿ Γήλοφ. Νὰ πάῃ νὰ γωνιˬάσῃ ᾿ς τὸ σπίτι της καὶ νὰ μὴ γεροφέρνῃ τὴ ρούγα ( = γειτονιά) Γαργαλ. 2) Λαμβάνω σχῆμα γωνίας Ἄνδρ. Κρητ. (Ραμν. κ.ἀ.) Ρόδ. -Κ. Χρηστομ., Κερέν. κούκλ., 68: Ντρέτα εἶν᾿ ὁ τοῖχος· γωνιˬάζει Ραμν. Ἐκεῖ ποὺ γώνιˬαζε ἡ σάλα Κ. Χρηστομ., ἔνθ᾿ ἀν. || Φρ. Γωνιˬάζουνε τὰ νερὰ (τὰ ὕδατα τῶν βροχῶν σχηματίζουν γωνίαν κατὰ τὸν ροῦν αὐτῶν) Ἄνδρ. Γωνιˬάζει τὸ σπίτι (σχηματίζει ὀρθὰς γωνίας, ὡς ἐκτισμένον ἐπὶ κανονικοῦ ἐπιπέδου) Ρόδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA