γώνιˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γώνιˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γώνιˬασμα τό, σύνηθ. καὶ Τσακων. (Μέλαν. Πραστ.) γώνιˬασμαν Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γωνιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Γώνιˬαση 1, τὸ ὁπ. βλ., σύνηθ. καὶ Τσακων. (Μέλαν. Πραστ.): Τὸ γώνιˬασμα τοῦ οἰκοπέδου - τοῦ σπιτιˬοῦ - τοῦ τοίχου - τοῦ τραπεζιˬοῦ σύνηθ. Τὸ γώνιˬασμα τοῦ ἀργασηίου (τὸ γώνιασμα, ἡ διάταξις τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ εἰς ὀρθογώνιον παραλληλόγραμμον) Πραστ. Ἔνι φταίντα τὸ γώνιˬασμα τοῦ ἀργασηίου (φταίει τὸ γώνιασμα τοῦ ἀργαλειοῦ) Μέλαν. Συνών. γώνιˬαστρον. 2) Τριγωνικὴ προέκτασις ἀγροῦ, εἰσχωροῦσα εἰς παρακείμενον ἀγρὸν Κύπρ. 3) Κτίσιμον γωνίας οἰκοδομήματος Μακεδ (Κοζ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA