γωπάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γωπάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γωπάρα ἡ πολλαχ. βωπάρα Ἐρεικ. γουπ-άρα Κάσ. Κῶς Νίσυρ. Σύμ. κ.ἀ. γουπάα Σαμοθρ.
Ετυμολογία
Μεγεθ. τοῦ οὐσ. γῶπα διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρα.
Σημασιολογία
1) Ἡ μεγάλη γῶπα πολλαχ. : Ἔπιˬασα καὶ δυˬὸ βωπάρες καὶ τὶς ἔβαλα ᾿ς τὴ ᾿στιˬὰ νὰ ψηθοῦνε (᾿στιˬὰ= ἑστία) Ἐρεικ. Ξήβανα μὲ τὰ δίχτυα σήμιˬα γουπάις (ἀνέσυρα μὲ τὰ δίκτυα σήμερον μεγάλες γῶπες) Σαμοθρ. 2) Μεταφ., μεγάλον ὑπόλειμμα σιγαρέτου σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA