δαγκαμάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαγκαμάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
δαγκαμάδα ἡ, ἐνιαχ. δανgαμάδα Καλαβρ. (Γαλλικ. Χωρίο Ροχούδ.) dακ-καμάdα Ἀπουλ. (Μαρτ. Στερνατ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) dακ-καμάτα Ἀπουλ. (Καστριν.) δαγκαμά Πελοπν. (Μάν.) dακ-καμά Ἀπουλ. (Καλημ. Κοριλ. Τσολλῖν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δάγκαμα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άδα. Ὁ τύπ. dακ-καμά ἀπὸ ἀποβολὴ τοῦ μεσοφωνηεντικοῦ d: dακ-καμάdα > dακ-καμάα > dακ-καμά.
Σημασιολογία
1) Δάγκαμα 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν.: Ὁ σ-σύḍ-ḍο μὄdικε μία dακ-καμάdα Ἀπουλ. (Μαρτ.) Σοῦ σύρνω ᾿νὰν dακ-καμὰ Ἀπουλ. (Κοριλ.) Συνών. δάγκαμα 1. 2) Ὁ βλωμὸς Ἀπουλ. (Καστριν. Τσολλῖν. κ.ἀ.) Μίαν dακκαμὰ φσωμὶ Τσολλῖν. Συνών. βλ. εἰς λ. δαγκαμασιˬὰ 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA