δαγκανάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαγκανάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαγκανάκι τό, Μῆλ. δαgανά᾿ Θρᾴκ. (Μέτρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαγκάνα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -άκι.

Σημασιολογία

1) Ἡ μικρὰ μυοπαγὶς Μῆλ. Πβ. δαγκάνα 2. 2) Τὸ στόμα νηπίου Θρᾴκ. (Μέτρ.): ᾎσμ. Πιγουνά᾿ δαgανά᾿, δυὸ τρυπόπ᾿λα, δυˬὸ φιgίτιˬα, δυˬὸ γαιτάνιˬα κουτρουπά᾿ - κουτρουπά᾿.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/