δαγκανιˬάρης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαγκανιˬάρης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

δαγκανιˬάρης ἐπίθ. πολλαχ. δαgανιˬάρης Ζάκ. Κρήτ. (Κίσ. Κυδων. Σέλιν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Κάμπος Λακων. Καστάν. Κίτ. Λίμπερδ. Μάν. Μαραθ. Πάνιτσ. Πετρίν. Πολυάρ. Σελεγούδ.) Σῦρ. δαγκανιˬάρ᾿ς Μακεδ. (Δρυμ.) κ.ἀ. δαgανιˬάρ᾿ς Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. Λέσβ. δακανιˬάρης Κρήτ. (Νεάπ. κ.ἀ.) δακ-ανιˬάρης Κύπρ. Σύμ. δακχανιˬάρης Ρόδ. Μεγίστ. γιακχανιˬάρης Ρόδ. ᾿ακ-ανιˬάρης Κύπρ. (Αἰγιαλ.) Θηλ. δαgανιˬάρα Στερελλ. (Πατιόπουλ. Σπάρτ.) δακανιˬάρα Κρήτ. δαgανιˬαρὲ Δ. Κρήτ. δακανιˬαρὲ Δ. Κρήτ. γιˬακ-ανιˬάρα Μεγίστ. δαgανιˬάρισσα Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Οὐδ. δαγκανιˬάρικο κοιν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαγκανιˬὰ διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬάρης. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ. Διὰ τοὺς τύπ. δαgανιˬαρέ, δακανιˬαρὲ βλ. Γ. Χατζιδ. εἰς Ἀθηνᾶ 6 (1894) 16 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων τὴν τάσιν πρὸς τὸ δάκνειν, ἰδίως ἐπὶ κυνῶν πολλαχ.: Ὁ σκύλλος εἶναι δακανιˬάρης καὶ νὰ βλέπεσαι μὴ σὲ δακάσῃ Κρήτ. Ἡ σκύλλα dου εἶναι δακανιˬαρέ, μόνο νὰ προσέχῃς αὐτόθ. Σκύλλος δακανιˬάρης ἐγίνηκα, ὅdε dὸν ἄκουσα νὰ πῇ τουτονὰ αὐτόθ. Ὅdεν τζὶ ᾿γροικᾷς νὰ τραγουδοῦνε, θαρεῖς πὼς ᾿γροικᾷς ὄι ἀηδόνιˬα, παρὰ σκύλλες δακανιˬάρες καὶ γαβγίζουνε αὐτόθ. Πέbει τὴ γρά ᾿ς τὸ κασαπε͜ιὸ νὰ τσῆ φέρῃ δυὸ μαdρόσκυλλους δακανιˬάρηδες (ἐκ παραμυθ.) αὐτόθ. Κράθε͜ιε τὴ σκύλλα σου, γιˬατί ᾿ναι μιˬὰ ᾿ουλιˬὰ δακανιˬαρὲ καὶ φοβᾶται ἡ θυγατέρα μου (μιˬὰ ᾿ουλιˬὰ = ὀλίγον) Δ. Κρήτ. Μὴ φοβᾶσαι τὸ σκύλλο μας καὶ δὲν εἶναι δακανιˬάρης Κρήτ. (Νεάπ.) Ἔχει ἕνα δαgανιˬάρικο σκυλλὶ καὶ νὰ μὴ bερνᾷς ἀπὸ ἐκεῖ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Τὸν βρωμόυλλον, εἶντα ᾿ακ-ανιˬάρης πού ᾿ναι! Κύπρ. (Αἰγιαλ.) || Φρ. Σκυλλὶ δαgανιˬάρικο (ἐπὶ ὑπούλου, κακοῦ ἀνθρώπου) Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Νὰ dόνε προσέχῃς, ἔναι σκυλλὶ δαgανιˬάρικο Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) || Παροιμ. Τὸ δαγκανιˬάρικο σκυλλὶ δὲ γαβγίζει (ὁ ὕπουλος ἄνθρωπος δρᾷ ἀθορύβως) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 303, 262. Συνών. δαγκανιˬάρικος 1. δαγκάρης, δαγκασιˬάρης, δαγκωνιˬάρης, 2) Τὸ πτηνὸν Ἀετομάχος ὁ ἐρυθροκέφαλος (Lanius senator) τῆς οἰκογ. τῶν Ἀετομαχιδῶν (Lanidae), ἡ τῶν ἀρχαίων δακνὰς καὶ δακνὶς Πελοπν. (Καστάν. Λίμπερδ. Πάνιτσ. Πολυάρ. Σελεγούδ.) Συνών. βλ. εἰς λ. δάγκος 2. 3) Τὸ θηλ. ὡς οὐσ., ἡ χηλὴ τοῦ καρκίνου Στερελλ. (Πατιόπουλ. Σπάρτ.)- Λεξ. Αἰν.: Τ᾿ λαγὸ τ᾿ μαυλᾶνι μὶ δαgανιˬάρις ἀπ᾿ τ᾿ κάβουρα (τ᾿ μαυλᾶνι = τὸν καλοϋν) Πατιόπουλ. Συνών. δαγκάνα 1, δαγκανάρι 1, δαγκάνι, δαγκανούρα 1, δαγκούνα 1, καβουροτσιμπίδα, τσιμπίδα, χαλί, χαχάλι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/