δαγκάνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαγκάνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
~δαγκάνω σύνηθ. δαgάνω Ἀντικύθ. Ἐρεικ. Ἰθάκ. Κέρκ. (Κασσιόπ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Κορσ. Κρήτ. (Ἀμάρ. Ἀνατολ. Μόδ. Ραμν.) Κύθηρ. Μῆλ. Ὀθων. Πάρ. (Νάουσ.) Πελοπν. (Κάμπος Λακων. Λάγ. Μάν. Ξεχώρ.) Προπ. (Μαρμαρ.) Σαμοθρ. Ψαρ. δανgάνω Ἰκαρ. (Εὔδηλ. κ.ἀ.) δαγκάνου Ἤπ. (Κονιτσ. Κουκούλ.) Θεσσ. (Φάρσαλ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Ἀλιστρ. Βέρ. Δρυμ. Κασσάνδρ. Πάγγ. Πεντάπολ. Χαλάστρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Φθιῶτ.) δαgάνου Βάρν. Εὔβ. (Πήλ.) Ἤπ. (Ἀρτοπ. Δίβρ. Ἰωάνν.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Σκοπ.) Λέσβ. Μακεδ. (Ἁγία Παρασκ. Ἀρέθουσ. Ἄσσηρ. Βαρβάρ. Βρία Ἐπανωμ. Πρώτ. Χαλάστρ. Ψυχικ.) Σάμ. dαgάνου Βιθυν. (Πιστικοχώρ. Δαρδαν. Λάμψακ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Προπ. (Ἀρτάκ. Μαρμαρ.) δανγκάν-νω Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Κοντοφ. Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Ροχούδ.) δακάνω Ἀντίπαρ. Κρήτ. (Ἀβδοῦ Ἅγιος Γεώργ. Κριτσ. Μεραμβ. Νεάπ. Ρέθυμν. κ.ἀ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) δακ-άνω Χίος δακ-άν-νω Κύπρ. (Αἰγιαλ. Λευκωσ. Πεδουλ. κ.ἀ.) Κῶς (Καρδάμ. Πυλ.) Συμ. Χίος (Νένητ. Πισπιλ. Πυργ. Φυτ. κ.ἀ.) ᾿ακ-κάν-νω Κάρπ. (Ἔλυμπ.) δανgάdζω Καλαβρ. dακ-κάν-νω Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Μαρτ. Στερνατ. Τσολλῖν.) ἰdακ-κάν-νω Ἀπουλ. (Στερνατ.) τακ-κάν-νω Ἀπουλ. (Κοριλ. Στερνατ.) γιˬαgάν-νω Σύμ. γατσήνω ᾿μα Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) Ἀόρ. γ΄. πληθ. ἐδάνgασα Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Κοντοφ. Μπόβ. Ροχούδ.) Ὑπερσ. εἶχα δανgάονdα Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. κ.ἀ.) Προστ. ἀορ. dάκ-κασο. Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Μαρτ. Στερνατ. κ.ἀ.) δάνgαε Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Κοντοφ. κ.ἀ.) Ἀπαρ. ἀορ. δανgάει Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Ροχούδ.) Μετοχ. ἐνεστ. δανgάν-νονdα Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Κοντοφ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) dακ-κάν-νοντα Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Μαρτ. Στερνατ. Τσολλῖν.) Μετοχ. ἀορ. δανgάονdα Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. κ.ἀ.) dακ-κάσοντα Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Μαρτ. Στερνατ. Τσολλῖν. κ.ἀ.) Μέσ. δανgάν-νομαι Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ Κοντοφ. Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Ροχούδ.) Παθ. ἀόρ. ἐδανgάστηνα Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) ἠdακ-κάστημο Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Μαρτ. Στερνατ. Τσολλῖν.) Μετοχ. παθ. παρακ. δανgαμένο-η-ο Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) dακ-καμένο-η-ο Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Μαρτ. Στερνατ. Τσολλῖν.)
Ετυμολογία
Τὸ Ἑλληνιστ. ρ. δαγκάνω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν τοῦ ρ. Πβ. Γ. Χατζιδ., Ἐπιστ. Ἐπετ. 12 (1915|16), 40-41 καὶ P. Kretschmer Glotta 7 (1916), 342.
Σημασιολογία
1) Δάκνω κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Βουν. Γαλλικ. Κοντοφ. Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Ροχούδ.) Καλαβρ. (Καλημ. Καστριν. Μαρτ. Στερνατ. Τσολλῖν.) Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.): Δαγκάνω τὸ κρέας - τὸ ψωμὶ - τὸ τυρί. Δάγκασε λίγο. Τὸν δάγκασε τὸ σκυλλί. Τὸν χάιδεψα καὶ μοῦ δάγκασε τὸ χέρι σύνηθ. Ἔχε ἔννο͜ια τὸ σκύλλο σου, γιˬατὶ γιˬουρουdᾷ καὶ δαγκάνει (γιˬουρουdᾷ = ὁρμᾷ) Βιθυν. (Κίος). Μὴ dό ᾿χῃς ἀχαλίνωτο τὸ μουλάρι, νὰ μὴ δαgάσῃ καένα παιδάκι Πελοπν. (Λάγ.) Πῆγε νὰ ξεκαπιστρώσῃ τὴ μούλα της τσαὶ τὴ δάgασε ἀπὸ τὸ bράτσο Πελοπν. (Ξεχώρ.) Ἂν δαgάσῃς τὴ γλῶσσα σου, δὲν σὲ χτυπάει ἡ μουδιˬάστρα (= ὁ ἰχθὺς τρυγὼν ἡ θαλασσία) Κέρκ. Λένε οἱ παλιˬοὶ ὅτι βγαίνανε τὰ σμερνιˬὰ ὄξω τσὶ ξέρες καὶ δαgάνανε τσοὺ ψαράδες (σμερνιˬά= σμέρνες) Ἐρεικ. Δὲν εἶναι καὶ μικρὸ τριῶ χρονῶ παιδί, νὰ τοῦ τὸ κόψῃς αὐτὸ τὸ φυσικὸ νά δαγκάνῃ, γιˬατὶ δὲν εἶναι καλὸ Ἰων. (Σμύρν.) Ἅμα ράβουνε κἄτι ἀπάνω σου, πρέπει νὰ δαγκάσῃς τὴ βελόνα, γιˬὰ νὰ μὴ bάθῃς κακὸ Μῆλ. Ἅμα τὸ πιˬάσῃ τὸ χταπόδι, θὰ τὸ δακάσῃ ᾿ς τὰ μάτιˬα Ἀντίπαρ. Ἐγύριζε νὰ μὲ δαgάσῃ μὲ τὰ δόdιˬα τση Ψαρ. Ἐτσακώθημα καὶ μ᾿ ἐδάgασε ᾿ς τὸ χέρι Κορσ. Ἐδάκασέ με ὁ σκύλλος Κρήτ. Μή, κακορρίζικο, μὴ σοῦ δαgάσῃ τὴ χέρα ὁ βοθρακὸς Κρήτ. (Ἀμάρ.) Ἅμα δακ-άσῃ σε σκύλ- λος, ἀπάνω ᾿ς τὴ bληγὴ ᾿ά βάλ-λωμε dρίχες του (θεραπευτικὴ μέθοδος κατὰ τὸ δόγμα ὁ τρώσας καὶ ἰάσεται) Χίος. Ἐπερίσ-σευγε κάτω τό ᾿αχτυλάκι του, ἐάκ-ασέ ο κ᾿ ἐκείνη καὶ τοῦ τό ᾿κοψε Κάρπ. (Ἔλυμπ.) ᾿Φτὸν dὸ ψωμὶν εἶναι δακ-αμ-μένον Κῶς (Καρδάμ.) Ὁ κορκόδειλας δὲν δανgάνει· ἅμα σὲ δῇ, θὰ κρυφτῇ ἀμέσως (κορκόδειλας = εἶδος σαύρας ποὺ ὁμοιάζει πρὸς κροκόδειλον) Ἰκαρ. (Εὔδηλ) Τὴν ἐγιˬάgασεν εἰς τὸ μικρὸ dης δαχτυλάκι Σύμ. Μήτε νὰ ᾿δάκαν᾿ ὁ σκύος μας, δὲν ἤθελε νὰ κάνῃς τόσο gαιρὸ νὰ περνᾷς ἀ᾿ τὸ σπίτι μας Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Παίρνεις μὲ τ᾿ ἐμὲμ μιτά σου;-Ἔει -ύλ-λον ταὶ δακ-άν-νει σε Κύπρ. Σἄν ἐπάαιν-νεν, ηὗρεν ἕναμ bρούμουτ-τα τ᾿ ᾿ακκ-άν-ναν dου οἱ γαάροι ᾿πουπάνω (ἐκ παραμυθ.) αὐτόθ. Ἐπαῖξαν τὸν -ύλ-λον τοῦ Μυριανθκιˬοῦ, γιατὶ ἐδάκ-αν-νεν τὸν κόσμον (ἐπαῖξαν = ἐπυροβόλησαν καὶ ἐσκότωσαν) Κύπρ. (Πεδουλ.) Ἐκεῖνα τὰ μικρὰ τοῦ λύκου ἔπιˬασαν νὰ δαgάνουν τὴ bάbω (ἐκ παραμυθ.) Μακεδ. (Ἄσσηρ.) Τοὺ σαμαμίδ᾿ δάgασι τὴν Παναγία Μακεδ. (Πρώτ.) Μὄπισαν τὰ μπρουστ᾿νά μ᾿ τὰ δόντιˬα κὶ δὲ μπουρῶ νὰ δαγκάσου τοὺ ψουμὶ Ἤπ. (Κουκούλ.) Ποῦ ᾿ι, μαρή; Κρύφ᾿κις πίσου ἀπ᾿ τοὺ μπιρdέ; Δὲ δαγκά᾿ οὑ ἄνθρουπους Θεσσ. (Φάρσαλ.) Δανgάν-νω τὸ σπωμὶ μὲ τὰ δόνdιˬα (σπωμὶ= ψωμὶ) Βουν. Μοῦ δάνgασε τὸ δάστυλο Μπόβ. Ὁ -ύḍ-ḍο μοῦ dάκ-κασε τὸπ πόdα καὶ ἄρτε ᾿έσ-σώdζω πρατήσει (ὁ σκύλλος μοῦ ἐδάγκασε τὸ πόδι καὶ τώρα δὲν ἠμπορῶ νὰ περπατήσω) Στερνατ. Τὸ τσωμὶ ἔν᾿ dακ-καμένο, τίς τὸ dάκ-κασε; (τὸ ψωμὶ εἶναι δαγκωμένο, ποιὸς τὸ ἐδάγκασε;) αὐτόθ. Φορίομαι ᾿ὸ -ύḍ-ḍο μὴμ μὲ dακ-κάσῃ (φοβοῦμαι τὸ σκύλλο, νὰ μὴ μὲ δαγκώσῃ) Μαρτ. ᾿Κεῖνο μ᾿ ἐντρόπιˬασε κ᾿ ἐβὼ ἐdάκ-κασα (ἐνν. τὴ γλῶσσα μου· δὲν ἐμίλησα) Καστριν. Τηνερὶ ὁ -τύλλε γατήν᾿ πολὺ (αὐτὸς ὁ σκύλλος δαγκώνει πολύ) Χαβουτσ. || Φρ. Νὰ δαγκάσῃς τὴ γλῶσσα σου! (ἀρά· πρὸς τὸν βλάσφημον ἢ τὸν λέγοντα δυσοίωνον λόγον.) σύνηθ. Διὰ τὴν σημ. πβ. καὶ Αἰσχ., ἀποσπ. 397 (ἔκδ. Nauck) «πρὸ τῶν τοιούτων χρὴ λόγων δάκνειν στόμα», Σοφοκλ., Τραχ. 976 «ἀλλ᾿ ἴσχε δακὼν στόμα σόν»). Δαγκάνει τὰ σίδερα (ἐπὶ ὠργισμένου) σύνηθ. Συνών. φρ. Τρώει τὰ σίδερα. Δαgάνω τὸ κεραμίδι (κοπιάζω πολύ) Πελοπν. (Κάμπος Λακων. Μάν.) Δαgάνω ἕναν ᾿ς τ᾿ ἀφτὶ (καθιστῶ κάποιον προσεκτικὸν) Πελοπν. (Μάν.) Μὶ δαγκά᾿ ἡ ᾿λιˬά μ᾿ (πεινῶ) Μακεδ. (Κασσάνδρ.) Δαγκάνω τὰ δάχτυλά μου (μεταμελοῦμαι) Θρᾴκ. (Αἶν.) Δαγκάνω τὰ χείλη μου (ἐπὶ ἀγανακτήσεως ἢ ἀποδοκιμασίας) σύνηθ. Δάγκασε τὴ γλῶσσα σου! (μὴ ὁμίλει! ἐπὶ άπευκταίου) σύνηθ. Ὀῦ τὴ δάκ-κασε (τὸ ἐχάραξεν εἰς τὴν μνήμην) Ἀπουλ. Ἠdάκ-κασε ᾿ὴκ-καστάνιˬα (ἐδάγκωσε τὸ κάστανον, δηλ. ἐξηπατήθη) Στερνατ. Σὲ κάννω νὰ dακ-κάσῃ ἐκεῖ πού ᾿ὲν ἐστάdζει (θὰ σὲ κάμω νὰ δαγκάσῃς ἐκεῖ ποὺ δὲν φθάνεις, δηλ. θὰ σὲ βασανίσω) Μαρτ. Σἄν κρυφόσκυλλο δαγκάνει (εἶναι ὕπουλος, μοχθηρὸς) Λεξ. Δημητρ. Τὴν ἔ᾿ δαγκάμέ᾿ (ἐπὶ μεθυσθέντος) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) || Παροιμ. Χέρι ποὺ δὲ μπορεῖς νὰ τὸ δαγκάσῃς, φίλα το (πρὸ τῶν ἰσχυρῶν ἀντιπάλων πρέπει νὰ εἴμεθα ὑποχωρητικοὶ) σύνηθ. Ἅμα δὲ bορεῖς νὰ δοgάσῃς, γλεῖφε συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κεφαλλ. Τὸ σκυλλὶ ποὺ γαβγίζει, δὲ δαγκάνει (ὁ φωνασκῶν εἶναι ἀκίνδυνος) σύνηθ. Σ᾿λλὶ π᾿ δὲ δαγκά᾿, ἄφ᾿ς του ν᾿ ἀ᾿χτάῃ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἤπ. κ.ἀ. Τὸ -υḍ-ḍὶ ποὺ ἀλυφτάει ποḍ-ḍύ, δανgάν-νει λίγο (συνών. μὲ τὴν προηγούμ.) Ροχούδ. Ὁ -ύḍ-ḍο ποὺ δὲ ἀλεστάει, δανgάν-νει κρυφὰ (ἀντίθ. μὲ τὴν προηγουμ.) Μπόβ. Δάγκασ᾿ ἡ μυῖγα σίδερο (διὰ τὸν ἐπαιρόμενον ἀλλ᾿ οὐδὲν τὸ σημαντικὸν κατορθοῦντα) Μακεδ. (Πάγγ.) Δάgασι τ᾿ πίττα τσ᾿ ηὗρι τοὺν ἄμμου (ἐπὶ ἀποτυχόντος εἰς τὰς προσπαθείας του) Λέσβ. Ἂδ δέδ δακάν-νει, λάσ-σει (= ὑλακτεῖ· ἐπὶ τῶν ἐργαζομένων ἱκανοποιητικῶς) Κύπρ. Δακ-άν-νω τὸ ἕναμ μου δαχτύλιν ταὶ πονοῦμ με οὕλ-λα (ἐπὶ τῶν μετανοούντων πικρῶς δι᾿ ὅ,τι ἔπραξαν) αὐτόθ. || Γνωμ. Τὸν ὑστερ᾿νὸ δαγκά᾿ ὁ σκύλλος Ἤπ. (Κόνιτσ.) Ὅπο͜ιος τρώει ταὶ συντυαίν-νει, γιˬὰ κανέναβ βοῦκ-οχ χάν-νει γιˬὰ τὴγ γλῶσ-σαν του δακ-άν-νει. (συντυαίν-νει = ὁμιλεῖ, βοῦκ-οχ = μπουκκιὰ) Κύπρ. (Λευκωσ.) || Αἴνιγμ. Ἄσπρον πρόβατον κυλιˬέται, | μαῦρος σκύλλος τὸ δακκάνει (βάμβαξ καὶ ξαντικὸν κτένιον) )Χίος. || ᾌσμ. Τὸ μῆλο, ἀποὺ σοῦ ᾿δωκα, ἦτονε δακαμένο κιˬ ἀπάνω ᾿ς τὴ δακαμαθιˬὰ ἔχει φιλὶ γραμμένο Κρήτ. Δρασκέλισε τὸ σύνορο, πέρασε τὸ σταλίκι, νὰ βρῇς γλυκὸ ρωδάκινο καὶ μῆλο νὰ δακάσῃς (σταλίκι= στήλη, ὅριον πρὸς διάκρισιν ἀγροτικῶν ἰδιοκτήσιῶν) Κρήτ. (Νεάπ.) Σηκώσου, σκύλλε Σταυριˬανέ, καὶ δέσε τὰ σκυλλιˬά σου, νὰ μὴν πά᾿ μὲ δακάσουνε, γιˬατὶ δὰ ᾿ρθῶ κοdά σου Κρήτ. Εἶπε μου νὰ μὲ δακ-άσῃ, | εἶπα του καὶ ᾿βὼ νὰ σκάσῃ Κῶς (Πυλ.) Ἐμόναν τὰ στυλ-λάτσιˬα μου λαούς, περδίτσιˬα πιˬάν-νουν, μὰ σὰν τζ᾿ ἐσέναν λυερήμ ποτ-ὲ ᾿έν τήδ δακ-άνουν Χίος (Πισπιλ.) Ἄ, μωρέ, μωρὲ βοσκέ, | χωριˬάτη κιˬ ἀνυπόληφτε, ποὺ δαγκάνεις τὴ τσαρδέλα | καὶ θαρεῖς πὼς εἶγ κοπέλα Πάτμ. Ἴσα - ἴσα χόρευε, ἴσα - ἴσα πήδα, δάγκα τὴ σταπίδα (σταπίδα = σταφίδα) Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) β) Εὐνουχίζω τράγον ἢ κριὸν διὰ δήγματος τοῦ σπερματίτου λώρου Κρήτ.: Κριάρι δακαμένο. Συνών. μουνουχίζω. γ) Μεταφ., ἐπὶ ἀγοραίας τιμῆς, εἶμαι ὑπερβολικὸς πολλαχ.: Καλὴ ἡ τσόχα, μὰ δαγκάνει Σῦρ. 2) Τρώγω προχείρως ὀλίγον πρὸς κατευνασμὸν τῆς πείνης μου Μακεδ. Συνών. δαγκώνω 2, κολατσίζω, προσμπουκίζω, τσιμπῶ. 3) Ἐπὶ ἐντόμων, κεντῶ πολλαχ. καὶ Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μποβ.): Μὲ δάγκασε ἕνα κουνούπι - μιˬὰ μυῖγα - μιˬὰ μέλισσα - ἕνας κοριˬὸς - ἕνας ψύλλος πολλαχ. Μ᾿ ἐδάgασ᾿ ἕνας ψύλλος κ᾿ ἐξύπνησα Πελοπν. (Μάν.) Δαgάνουσι τὰ κουνούπιˬα κακοῦ λογιˬοῦ (= δυνατὰ) αὐτόθ. Καλύτερα νὰ σὲ δαgάσῃ φίδι παρὰ μαρμάgα (= εἶδος δηλητηριώδους ἀράχνης) Πελοπν. (Ξεχώρ.) Ὁ καπνὸς τσῆ βουτσᾶς ζαλίζει τσὶ μέλισσες, ὅdα ἀνοίγουνε τὰ δυψέλιˬα, καί ᾿ὲ δαgάνουνε (βουτσὰ = βόειος κόπρος, δυψέλιˬα = κυψέλαι) Κρήτ. (Ἀνατολ.) Ἅμα δαgάσ᾿ κανένανε ἡ σφῆgα, τοῦ βάναμι λάσπ᾿ ἀπάνου ᾿ς τοὺ δάgουμα Εὔβ. (Πήλ.) Ἡ λιλικιˬὰ μ᾿ ἐδάγκασε (λιλικιˬὰ = σφῆκα) Χίος (Βροντ.) Ἐστὲ μὲ δάνgαε τὸ μελίσσι (χθὲς μὲ ἐκέντρισε ἡ μέλισσα) Μπόβ. Ὁ Ζgάλαμbρος ἔ μ-μέγα, δανgάν-νει (ἡ σφήκα εἶναι μεγάλη, κεντρίζει) Βουν. || Παροιμ. Δακ-άν-νει γλυτιˬὰ - γλυτιˬὰ σὰν τήφ - φτεῖραν (ἐπὶ τοκογλύφων) Κύπρ. || Γνωμ. Δαράνουσ᾿ οἱ μυῖγες, θὰ βρέξῃ (τὰ δήγματα τῶν μυιῶν προγνωστικὰ καιρικῆς μεταβολῆς πρὸς τὸ χειρότερον) Πελοπν. (Μάν.) Ἅμα δαγάν᾿ν οἱ μυῖγες, ἡ κιιὸς ᾿άα χαλάσ᾿ (κιιὸς= καιρός· συνών. μὲ τὸ προηγουμ.) Σαμοθρ. Σάδ δανgάν-νῃ ποḍ-ḍὺ ἡ μυῖγα, βρέχει (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Γαλλικ. || ᾎσμ. ᾿Σ τὸ καύκαλο τσῆ κεφαλῆς μ᾿ ἑδάκασε μιˬὰ ψεῖρα κ᾿ ἤφηκα τὰ παιδιˬὰ ᾿ρφανὰ καὶ τὴ γυναῖκα χήρα Κρήτ. (Νεάπ.) Συνών. βλ. εἰς λ. δαγκώνω 3. 4) Ἐπὶ πραγμάτων, συνθλίβω σύνηθ.: Μοῦ δάγκασε τὸ δάχτυλο ἡ πόρτα Ἀθῆν. Τὸ ψαλίδι δαγκάνει τὰ μαλλιˬὰ (δὲν κόπτει καλὰ) αὐτόθ. Συνών. δαγκώνω 4, μαγγώνω. 5) Μεταφ., ἐπὶ τυροῦ, φαγητοῦ, εἶμαι ἁλμυρὸς Κρήτ. (Ραμν.) κ.ἀ.: Λαgάν᾿ ἀθότυρος ἁποῦ πουσούνισες καὶ θὰ τὸν ἀνακατώσω μὲ μυζήθρα νὰ σιˬάξῃ Ραμν. β) Πονῶ, ἐνοχλῶ Βάρν. Μακεδ. (Ἀλιστρ. Ἐπανομ. Χαλάστρ. κ.ἀ.): Μὶ δαgά᾿ ἡ βούζα μ᾿ (βούζα= κοιλία) Ἐπανομ. Σήμερα δαγκά᾿ οὑ βουριˬᾶς (ἔχει δριμὺ ψῦχος) Μακεδ. Συνών. δαγκώνω 5β. γ) Ἐπὶ ἠθικῆς σημασίας, ἐρεθίζω Γ. Ξενοπ., Ἀφροδ., 279: Ἡ ζήλε͜ια τὴ δάγκασε δυνατώτερα. 6) Μεσ. μεταφ., λυποῦμαι, θλίβομαι Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.) Μακεδ.: Σὰν τ᾿ ἄκ᾿σαν οἱ μεγαλύτερες ἀδερφὲς ἕνα κ᾿ ἕνα, δαγκάθ᾿καν κὶ γύρ᾿σαν ᾿ς τοὺ σπίτ᾿ φαρμακουμένις Μακεδ. Πβ. ἀρχ. «ἀκουσας δὴ ταῦτα ὁ Κῦρος ἐδήχθη» παρά Ξενοφ., Κύρ. Παιδ. 1, 4,13. Ἐγὼ ἐδανgάστηνα, τὶ δὲν ἦμ-μον ὧδε, νὰ σᾶς ἀφουδήω ᾿ς τὴδ δουλείαν dὴν dικήσ σα (ἐγὼ ἐλυπήθηκα ποὺ δὲν ἤμουν ἐδῶ, νὰ σᾶς βοηθήσω εἰς τὴν δουλειά σας) Χωρίο Ροχούδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA