γρουντίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρουντίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γρουντίδι τό, ἐνιαχ. κρουντίδ᾽ Μακεδ. (Κοζ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γρούντα

Σημασιολογία

Παχύρρευστος οὐσία πεπηγμένη ἤ πλήρης θρόμβων (πβ. γρούντα 2) ἔνθ᾽ ἀν.: Κρουντι᾽δ᾽ γίν᾽gι τοὺ γιˬαούρτ᾽ Μακεδ. (Κοζ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/