γρουξιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρουξιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γρουξιˬὰ ἡ, ΙΙ. Βλαστ., Ἀργὼ 302, 337 - Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ ἀορ. τοῦ ρ. γρούζω καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬὰ.

Σημασιολογία

Ὁ γρυλλισμὸς ἔνθ᾽ ἀν.: Ποίημ. Σὰ νυχτώσῃ ᾽ς τὰ καντούνιˬα καὶ ὑπνιˬαστοῦνε τὰ σπαρτά, δρασκελῶντας σὰν ἁγρίμι μὲ γρουξιˬὰ κιˬ ἀνταραμὸ τρέχει ὁ Χάρος μακελλάρης, ματωμένος καὶ λεβδὸς (λεβδὸς = μελανιασμένος, κατάχλωμος) Π. Βλαστ., ἔνθ᾽ ἀν. 302. Συνών. γρούξιμο, κράξιμο, σκουξιά, σκούξιμο. β) Γόγγυσμα, μουρμούρισμα Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/