γρουσουζεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρουσουζεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γρουσουζεύω, ὀγουρσουζεύω Κρήτ. (Κίσ.) Λεξ. Μπριγκ. γουρσουζεύγω Κρήτ. Κύπρ. ὀργουσουζεύγω Κρήτ. (Νεάπ) γουρσουζεύου Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) ᾽ουρσουζεύου Μακεδ. (Θεσσαλον.) γρουσουζεύω κοιν. γρουουζεύω Πελοπν. (Βερεστ.) γρουσουζεύου Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) κ.ἀ. γρουσουζεύγω Ἄνδρ. Κρήτ. χρουσουζεύω Κ. Μπαστ., Ἁλιευτ., 116 βουρσουζεύκω Κύπρ. Μέσ. γρουσουζεύγομαι Ἄνδρ. Μετοχ. γρουσουζεμένος Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γρουσούζης.
Σημασιολογία
1) Ἐπιφέρω, προσάπτω διὰ τῆς ἐμφανίσεώς μου ἢ διὰ λόγων κακοτυχίαν εἰς τὴν ἔκβασιν ἔργου τινὸς κοιν. : Πᾶψε καὶ μοῦ γρουσουζεύεις τὴ δουλειὰ μὲ τὴ γκρίνιˬα σου κοιν. Τὸν εῖδα πρωΐ-πρωΐ μπροστά μου καὶ μοῦ γρουσούζεψε τὴν ἡμέρα Ἀθῆν. Μὲ γρουσούζεψες, ἅμα ἦρθες Ἄνδρ. Δὲ bρέπει νὰ dόνε γλέπουμε τὸ πρωὶ ποὺ σηκωνόμαστε, γιˬατὶ θὰ μᾶς γρουουζέψῃ οὕλη τὴν ἡμέρα Πελοπν. (Βερεστ.) Μὴ dόνε ξανοίγῃς, γιˬατὶ τόνε γρουσουζεύγεις καὶ δὲ σκοτώνει πρᾶμα (= τίποτε. λέγεται ἐπὶ κυνηγῶν) Κρήτ. Ἐγρουσούζεψές τονε, γιˬὰ ᾽κειˬονὰ δὲν ἐσκότωσε τὸ λαγὸ αὐτόθ. || Ὅ,τι καὶ νὰ δῇ τ᾽ ἀμμάτι τζη τ᾽ ὀγουρσουζεύει καὶ γἤ χαλᾷ γἤ μαραίνεται Κρήτ. (Κίσ.) - Πιˬότερο ὅμως ἀπ᾽ ὅλα ᾽κεῖνος ὁ λόγος τοῦ εἰρηνοδίκη, πὼς κάθε μέρα θὰ τοῦ χρουσούζευε τὴ δουλειˬὰ μὲ ρωτήματα καὶ παραγγελίες ποὺ λογαριάζουνται χρουσουζιˬὰ ἀπὸ τοὺς ψαράδες, βούιζε στὰ ἀφτιˬά του σὰ φοβέρα Κ. Μπαστ., Ἁλιευτ., 116. Φρ.: Μὴ γρουσουζεύῃς (μη κακομελετᾷς) Μύκ. Συνών. γρουσουζιˬαίνω. 2) Διάγω ἐν ὀκνηρίᾳ, καθίσταμαι ὀκνηρὸς Κρήτ.: Ἐγρουσούζεψε ἀποὺ τὴ dεbελιˬὰ καὶ δὲν εἶναι μόνο γιˬὰ νὰ τρώῃ. Νά ᾽ναι ὁλωνῶν τὰ κοπέλιˬα ᾽ς τὴ φωθιˬὰ κ᾽ ἐμένα τὸ δικό μου νὰ κάθεται νὰ γρουσουζεύγῃ ἔπαε, μὴ στάξῃ καὶ μὴ βρέξῃ (δὲν εἶναι μόνο = δὲν εἶναι παρὰ μόνο). 3) Παρεκκλίνω ἠθικῶς, κακοσυνηθίζω, κακομαθαίνω Κρήτ. Μακεδ. (Θεσσαλον.) - Χ. Παλαίσ., Τὸ παράπ. τοῦ τσυροῦ, 7: ᾽Εγρουσούζεψε καὶ δὲν ἔχει ᾽νεμαζωμὸ ᾽ς τὸ σπίτι Κρήτ. Νὰ φρουδιάσῃς τὴ μάdρα ἀπὸ ᾽κε͜ιὰ ποὺ πηδοῦνε, γιˬατὶ δὰ πορίσουνε πάλι ἀπόψε καὶ γρουσουζέψανε ὁλότελα (νὰ φρουδιˬάσης = να φράξῃς μὲ κλάδους) αὐτόθ. Σήμιρα ἀκρίβεια πουλλὴ κ᾽ ἡ κόσμους ᾽ουρσούζιψιν Θεσσαλον || Ποίημ. Γιˬατὶ ὁ κόσμος ὥσπου πά᾽ πολ-λά ᾽ν᾽ νὰ γουρσουζέψῃ τσ᾽ ἡ πίστη μας πού ᾽ν᾽ ἡ ὀρθὴ τέλε͜ια ᾽ν᾽ νὰ πατ-ταλέψῃ (πολ-λά ᾽ν᾽νὰ = πολλὰ ἔνι νὰ = πολλὰ θὰ) Χ. Παλαίσ., ἔνθ᾽ ἀν. 4) Μέσ. Αὐτοπαθ., ὀργίζομαι Ἄνδρ.: Μὴ γρουσουζεύγεσαι! 5) Βρωμίζω, λερώνω Κρήτ (Κίσ. Νεάπ. κ.ἀ.) Ἐbήκανε οἱ ὄρνιθες ᾽ς τὸ σπίτι καὶ μοῦ τ᾽ ὀργουσουζέψανε μὲ τσὶ κουτσουλιˬὲς Νεάπ. β) Καθίσταμαι βρώμικος Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ..): Ὀγουρσούζεψες ἐδὰ ποὺ γέρασες, κακορὶζικε! Κίσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA