δαγκασιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαγκασιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δαγκασιˬὰ ἡ, πολλαχ. δαgασιˬὰ Θρᾴκ. (Αἶν.) Κεφαλλ. Λευκ. (Φτερν.) δαgαιˬὰ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) δακασιˬὰ Κρήτ. δαγκασὰ Στερελλ. (Ἀστακ.) δαgασὰ Πελοπν. (Κάμπος Λακων. κ.ἀ.) ναγκασιˬὰ Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέματος τοῦ ἀορ. ἐδάγκασα τοῦ ρ. δαγκάνω.

Σημασιολογία

1) Δάγκαμα 1, τὸ ὁπ. βλ., πολλαχ.: Μὄκουψι νιˬὰ δαγκασιˬὰ τοὺ μαγκούφ᾿ γιˬὰ σ᾿λλί! Στερελλ. (Ἀχυρ.) Μὄδωκε νιˬὰ δαgασιˬὰ ᾿ς τὸ ποδάρι, ποὺ ἀκόμα εἶναι μαυρισμένο! Κεφαλλ. Ἐμαλώνασι καὶ τοῦ ᾿κοψε μία δαgαιˬὰ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Τοῦ ᾿κοψε μία δαgασὰ ᾿ς τ᾿ ἀφτὶ Πελοπν. (Κάμπος Λάκων.) Χ᾿μάει ἀπάν᾿ τ᾿ τὸ μ᾿λα᾿ρ᾿ καὶ τόνε κάνει χλεμίδιˬα ἀπ᾿ τ᾿ς δαgασὲς καὶ τ᾿ς κλωτσὲς (χλεμίδιˬα= κομμάτια) Λευκ. (Φτερν.) || Παροιμ. Τί νὰ σ᾿ θυμ᾿θῶ, κρουμμ᾿δά᾿ μ᾿; κάθι δαγκασιˬὰ κί δάκρ᾿ (δι᾿ ἄτομον πλῆρες ἐλαττωμάτων) Ἤπ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Πεθερὰ κρεμμύδι σάπιˬο, | κάθε δαγκασιˬὰ καὶ δάκρυˬο (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ι. Βερέττ., Παροιμ.. 84 || ᾎσμ. Τέσσερα μῆλα σὄστειλα καὶ τό ᾿να δαγκαμένο, κιˬ ἀνάμεσα ᾿ς τὴ δαγκασιˬὰ σὄχω φιλὶ στερμένο Ar. Passow, Carn. popular., 574. Συνών. βλ. εἰς λ. δάγκαμα 1. 2) Τὸ ἀποτύπωμα δήγματος Μακεδ. (Πεντάπολ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) 3) Δαγκαματιˬὰ 3, τὸ ὁπ. βλ., Ἤπ. Κεφαλλ. Κύπρ. Μακεδ. (Πεντάπολ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.): Τό ᾿κανε μιˬὰ δαγκασιˬὰ ὅλο τὸ τυρὶ Ἤπ. Φάε νιˬὰ δαgασιˬὰ ἀπὸ τὸ ψωμί σου Κεφαλλ. Ἐπῆρα μιˬὰ δαgαιˬὰ ψωμὶ καὶ μ᾿ ἔκοψε τὴν ὄροξη Κίτ. Μάν. Συνών. βλ. εἰς λ. δαγκαματιˬὰ 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/