δαγκατιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαγκατιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δαγκατιˬὰ ἡ, Ἤπ. (Δρόπολ.) δαgατὲ Κρήτ. (Πρασ. Σέλιν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. δαγκατὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –ιά.

Σημασιολογία

1) Δαγκασιˬὰ 2, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν.: Μπρέ, τί εἶναι ἔτσι τὸ ψωμί, σὰ δαγκατιˬά; Ἤπ. (Δρόπολ.) 2) Δαγκασιˬὰ 3, τὸ ὁπ. βλ., Κρήτ. (Σέλιν.): Μιˬὰ δαgατέ. Συνών. βλ. εἰς λ. δαγκαματιˬὰ 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/