γρουσουζλαντίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρουσουζλαντίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γρουσουζλαντίζω ἀμάρτ. ὀγουρσουζλαdίζω Προπ. (Ἀρτάκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. ugursuzlamak.
Σημασιολογία
Δυστροπῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA