γρουσουζόπαιδο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρουσουζόπαιδο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γρουσουζόπαιδο τό, Πελοπν. (Κίτ.) χρουσουζόπαιδο Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γρουσούζης καὶ τοῦ οὐσ. παιδί.

Σημασιολογία

1) Παιδίον ἀτυχές, δυστυχισμένον Πελοπν. (Κίτ.) : Τί θὰ κάμῃ τὸ γρουσουζόπαιδο τώρα ποὺ ἔμεινε ὀρφανό; 2) Παιδίον ἄτακτον ἤ ὀκνηρὸν Ρόδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/