γρουτάρης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρουτάρης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γρουτάρης ὁ, Κύπρ.

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. γρουτάρης, διὰ τὸ ὁπ. βλ. Μαχαιρ. ) ἔκδ. R. Dawkins) 1,86 «ἐγίνην γρουτάρις καὶ ἐγύριζεν εἰς τὰ χωρία».

Σημασιολογία

Ὁ κατασκευαστὴς ἢ πωλητῆς γλυκυσμάτων ἢ ἄλλων μικρῆς ἀξίας πραγμάτων, ὁ μικροπωλητής: Ἦρτεν ὁ γρουτάρης ᾽πὸ τὸ Τρίκωμον. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. ᾽Σ τοῦ Γρουτάρη καὶ ὡς τοπων. Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/