δάγκωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δάγκωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δάγκωμα τό, σύνηθ. δάgωμα Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. δάγκουμα σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. δάgουμα Εὔβ. (Πήλ.) Θεσσ. (Βαθύρρ.) Μακεδ. (Ἀηδονοχ. Δάφν. Λιτόχ.) δάκωμα Ἄθ. Εὔβ. (Βρύσ.) Κύθν. (Δρυοπ. κ.ἀ.) Μέγαρ. Σκῦρ. κ.ἀ. δάκουμα Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον. κ.ἀ.) δάκ-κωμ-μα Χίος ζάγκωμα Πελοπν. (Τριφυλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. δαγκώνω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ δακώνω. Ὁ τύπ. δάκωμα καὶ εἰς χειρόγραφον τοῦ 16ου αἰῶνος.
Σημασιολογία
1) Δάγκαμα 1, τὸ ὁπ. βλ., σύνηθ.: Τὸ δάγκωμα τοῦ σκύλλου - τῆς γάττας - τοῦ ἀλόγου - τοῦ γαιˬδάρου - τοῦ λύκου - τοῦ φιδιˬοῦ σύνηθ. Τὸ δάγκωμα τοῦ σκυλλιˬοῦ εἶναι πολὺ κακὸ Πελοπν. (Τριφυλ.) Ὁ ἔρημος ὁ στσούλλος μοῦ ᾿δωτσ᾿ ἕνα δάκωμα Μέγαρ. Ἀλουγήσιˬου δάγκουμα αὐτὸ Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἔμεινε ᾿ς τὸ μπράτσο μου τὸ δάγκωμα ποὺ μοῦ ᾿κανε ἡ βασταγούρα (= γαϊδάρα) Πελοπν. (Γαργαλ.) Τοὺ φιδιˬασμένου πρόβατου τοὺ κιdάγαμαν μὶ τσουκνίδα κὶ τοὺ βάναμαν ἁλάτ᾿ ἀπάνου ᾿ς τοὺ δάgουμα Θεσσ. (Βαθύρρ.) Μὄκαμ᾿ ἕνα δάγκουμα ὥς τὸ κόκκαλου Στερελλ. (Ἀράχ.) || Φρ. Καλύτερα δάκωμα φιδιˬοῦ παρὰ ἀνθρωπινὴ γλῶσσα Εὔβ. (Βρύσ.) || Ποίημ. Καὶ ξεχωρίζει ὢ νά! ᾿ς τὸν ὦμο του καὶ νά, ρουφάει μὲ τὰ φιλιˬά της τρία σημαδάκιˬα τοῦ καλοῦ καιροῦ τὸ ἐρωτικὸ τὸ δάγκωμά της Κ. Παλαμ., Πεντασύλλ., 133. Συνών. βλ. εἰς λ. δάγκαμα 1. β) Ποινή, τιμωρία Στερελλ. (Αἰτωλ.): Θέ᾿ λίγου δάγκουμα, γιˬὰ νὰ μάθ᾿ γνώσ᾿. Θέ᾿ δάγκουμα οὑ ἄλλους, γρὰ νὰ σὶ καταλαβαί᾿. γ) Πόνος, ἐνόχλησις τῆς κοιλίας Μακεδ. (Ἀηδονοχ. Βέρ. Δάφν. Καταφύγ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Ἀχυρ.): Κἄπου - κἄπου μὶ τοὺ γάλα μὶ πιˬάνει κ᾿ ἕνα δάγκουμα Μακεδ. Ἔχου δάγκουμα ᾿ς τή g᾿λιˬὰ μ᾿ σήμιρα Ἀχυρ δ) Αἰφνίδιος καὶ δυνατὸς πόνος έκ μυϊκῆς θλάσεως διαφόρων μερῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος Ἐρεικ. Μακεδ. (Γαλατ. Γρεβεν.) Ὀθων.: Τὸ δάgωμα τὸ λέμε καὶ κράbα ἢ καὶ ἅρπασμα Ἐρεικ. Πῆα ν᾿ ἀσκώσω τὴ βάρκα καί, ὅdας τὴν ἄσκωσα, κρὰκ ἔκαν᾿ ἕνα πρᾶμα ᾿ς τὴ βεδρά μου καὶ μοῦ λένε πού ᾿ναι δάgωμα (ἄσκωσα = ἐσήκωσα, βεδρὰ = μέση, πού ᾿ναι = ὅτι εἶναι) Ὀθων. Δὲν σ᾿ εἶπα π᾿ θέλ᾿ς κατάπλασμα, νὰ σὶ φύγ᾿ τοὺ δάγκουμα; Γαλατ. Συνών. κράμπα, σφαγε͜ιό, σφάχτης. 2) Τὸ δῆγμα τῶν ἐντόμων σύνηθ.: Τὸ δάγκωμα τοῦ σκορπιˬοῦ - τῆς μέλισσας - τῆς σφήκας - τοῦ κουνουπιˬοῦ - τοῦ κοριˬοῦ - τοῦ ψύλλου σύνηθ. Τί δάκουμα κάν᾿νε οἱ ψύ᾿! Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἅμα δαgάσ᾿ κανένανε ἡ σφῆgα, τοῦ βαίναμι λάσπ᾿ ἀπάνου ᾿ς τοὺ δάgουμα Εὔβ. (Πήλ.) Φλούδα ἀποὺ ἀgουρτσὰ κά᾿ καλὸ γιὰ τοὺ δάgουμα τοῦ σκορπιˬοῦ Θεσσ. (Βαθύρρ.) Συνών. βλ. εἰς λ. δάγκαμα 2. 3) Δάγκαμα 3, τὸ ὁπ:. βλ., Κύθν. (Δρυοπ. κ.ἀ.) : Ἔβγαλμα τοῦ ἥλιˬου, δάκωμα Κύθν. Συνών. δάγκαμα 3, κολατσιˬάρισμα, κολατσιˬό, κολάτσισμα, μπούκκωμα, πρόγευμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA