γρῦ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρῦ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Μόριο
Τυπολογία
γρῦ κοιν. κρῦ Κύπρ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. μόρ. γρῦ.
Σημασιολογία
1)Ἡ φωνὴ τοῦ χοίρου πολλαχ. || Παροιμ. Ἀπὸ τὸ γουρούνι γρῦ θ᾽ ἀκούσῃς (ἀπὸ κακὸν ἄνθρωπον κακὸν θὰ ἀναμένης) Πελοπν. (Γορτυν.) Συνών. γρούτς. 2) Ἐπὶ ἀνθρώπων, ἐλαχιστοτάτη φωνή, πάντοτε εἰς ἀρνητικὰς ἐκφράσεις κοιν. : Τοῦ δίνει νιˬὰ μὲ τὸ γιˬαταγάνι, ποὺ δὲν πρόφτασε νὰ κάνῃ γρῦ (τὸν ἀφῆκε ἄπνουν) Πελοπν. (Κυνουρ.) Τοῦ ᾽δωκα μίνιˬα ᾽ς τὴν ἀκούτη, ποὺ δὲν εἶπε γρῦ Πελοπν. (Γαργαλ.) Οὔτε γρῦ ᾽ὲν ἔκαμε Εὔβ. (Κύμ.) Μὴ βγαίνῃς γρῦ! Μέγαρ. || Φρ. Δὲν εἶπε - δὲν ἔβγαλε - δὲν ἔκανε γρῦ (δὲν εἶπε οὐδὲ λέξιν, δὲν ἐξέφερεν οὐδὲ γογγυσμὸν) κοιν. Συνών. φρ. Δὲν εἶπε λέξη, δὲν ἔβγαλε ἄχνα - μιλιˬὰ - τσιμουδιˬά, δὲν ἔκανε κίχ. || Γνωμ. ᾽Σ τοῦ ἀνόητου τ᾽ ἀφτὶ | οὔτε λόγο οὔτε γρῦ (εἰς τὸν ἀνόητον ἄνθρωπον δὲν πρέπει νὰ λέγη κανεὶς οὔτε λέξιν, διότι κινδυνεύει νἀ ἐκτεθῆ) Πελοπν. (Βραχν. Λάστ.) β) Μεταφ., ἀντὶ τῶν ἐπιρρ. τίποτε, καθόλου κοιν.: Ὦρες ὦρες δὲν καταλαβαίνω γρῦ ἀπὸ τὰ λόγιˬα του Χίος. Τὸν ρώτησε μάθημα ὁ δάσκαλος καὶ δὲν ἤξερε γρῦ Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) || Φρ. Γρῦ δὲ gατέχει (δὲν γνωρίζει τίποτε) Κρήτ. Γρῦ δὲν σκαμπάζει (ταυτόσημ. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. (Δρυμ.) || Ποίημ. Κανένας γρῦ δὲν ἐκατάλαβε μὰ μὴ πρὸς βάρος, λέει, γιατὶ ὥς κ᾽ ἐγὼ λίγο καταλαβαίνω ὅντες μιλῶ Α. Λασκαρᾶτ., Στιχουργ.3, 28.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA