γλινοῦ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλινοῦ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γλινοῦ ἡ, Μῆλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλίνα.
Σημασιολογία
Ὁ πετραῖος ἰχθὺς Βλέννιος ἡ φολὶς (Blennius pholis), τῆς οἰκογ. τῶν Βλεννιιδῶν (Blenniide), ὁ βλέννος τῶν ἀρχαίων. Συνών. γαιˬδουρέλα, γλανὸς 3, γλίνος 2, γλινούδα, γλινοῦσα, γλιστρῖνος, γλιστρόψαρο, γλίτσα10, γλίτσαρος, γλίτσης 4, γλιτσοκωβιˬός, λαβέρα, μελιχάννα, μυξοῦ, σαλιˬακούδα, σαλιˬάρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA