δαγκώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαγκώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

δαγκώνω, δακώνω Ἀθῆν. Ἄνδρ. Εὔβ. (Βρύσ. Κάρυστ. κ.ἀ.) Μέγαρ. Μύκ. Νάξ. (Ἐγκαρ.) Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Σαραντάπ. Συκ. Κορινθ. Τρίκκ. Φεν.) - Λεξ. Περίδ. Βυζ. δακώνου Ἁλόνν. Εὔβ. (Ἄκρ. Κουρ. Κυμ. Ὀξύλιθ. Στρόπον. Ψαχν.) Θεσσ. (Ἀνατολ. Δομοκ. Μεγαλόβρυσ. Μελιβ. Πήλ. Τρίκερ. Τσαγκαρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βελβ.) Σκόπ. Σκῦρ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Καλοσκοπ. Παρνασσ. Φθιῶτ.) Τὴν. δαγκώνω σύνηθ. δαgώνω Ἄνδρ. Ἐρεικ. Ζάκ. Ἰθάκ. Λευκ. Κεφαλλ. Νάξ. (Σαγκρ.) Ὀθων. Πελοπν. (Καρδαμ. Ξεχώρ.) δαγκώνου Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Ἄκρ.) Ἤπ. (Δωδών. Ξηροβούν.) Θεσσ. (Ζαγορ. Μελιβ. Πὴλ. Συκαμν.) Θρᾴκ. (Ἀμόρ.) Μακεδ. (Βελβ. Βρία Γαλατ. Γήλοφ. Γιδ. Ἐράτυρ. Καταφύγ. Κοζ. Λιτόχ. Νάουσ. Πεντάλοφ. Πεντάπολ. Σιάτ. Σισάν.) Προπ. (Κύζ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀστακ. Περίστ. Ὑπάτ. Φθιῶτ. Φωκ.) δαgώνου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Ἀμόρ. Σουφλ.) Λῆμν. Μακεδ. (Βλάστ. Μικρὸ Σούλ. Σταν. Χαλκιδ.) Πελοπν. (Κότρων.) Προπ. (Κύζ.) Σάμ. (Βλαμαρ. Μυτιλην. κ.ἀ.) δακ-ών-νω Κῶς (Καρδάμ.) Χίος dακώνου Καππ. (Μισθ.) δακιˬώνου Θεσσ. (Τσαγκαρ.) ζαγκώνω Πελοπν. (Βλαχοκερασ. Τριφυλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἑλληνιστ. ρ. δακώνω, διὰ τὸ ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 290.

Σημασιολογία

1) Δαγκάνω 1, τὸ ὁπ. βλ., σύνηθ.: Τὸ σκυλλὶ - τὸ γαττὶ - τὸ ἄλογο - ὁ γάιδαρος - ὁ λύκος δαγκώνει. Μὴν πιˬάνῃς τὸ γαττὶ ἀπὸ τὴν οὐρά, γιατὶ θὰ σὲ δαγκώσῃ. Δέσε τὸ σκυλλί, μὴ δαγκώσῃ κανένα καὶ βρῇς τὸ μπελᾶ σου σύνηθ. Τὸν δάγκωσε ἕνα σκυλλὶ λυσσασμένο Ἀθῆν. Φύγε, μὴ σοῦ δαγκώσω τὸ καρύδι! αὐτόθ. Ἐδάγκωσε τὰ δάχτυλά του ἀπὸ τὰ bουριˬά του (τὰ bουριὰ = ὁ θυμὸς) Πελοπν. (Γαργαλ.) Τὸν ἐζάγκωσε τὸ σκυλλὶ Πελοπν. (Τριφυλ.) Μὲ δάκωσε ἕνα λυάρικο σκυλλὶ Πελοπν. (Φεν.) Μία γριˬὰ τοῦ ἔδινε ἕνα κρεμμύδι καὶ τὸν ρωτοῦσε: τί θὰ φάῃς τὸ κρεμμύδι ἢ τὴ γυναῖκα; καὶ τὸ δάγκωνε τρεῖς φορὲς Πελοπν. (Γεράκ.) Ὅγο͜ιος ξαναπαντρεύεται δαγκώνει δυˬὸ λειμόνιˬα Πελοπν. (Μελιγαλ.) Ἅμα πρωτοπαίρνουν παπούτσιˬα, τὰ δαγκώνουν, γιὰ νὰ μὴν τοὺς φᾶνε (= κόψουν) Πελοπν. (Κοπαν.) Μὲ δάκωτσε ὁ στσούλλος ᾿ς τὸ ποδάρι (στσούλλος = σκύλλος) Μεγαρ. Τόνε δάκωκα ᾿ς τὸ χέρι ταὶ μ᾿ ἄφησε αὐτόθ. Οἱ μαλλιαροὶ κάβουρες ἔχουνε μιὰ δαγκάνα κιˬ ἅμα σὲ δαγκώσῃ, χάθηκες Ἐλαφόν. Ἡ ρῖνα, ὅdας πᾷς νὰ dήνε πιˬάκῃς, δαgώνει (ρῖνα = ὁ ἰχθὺς Ρίνη, τῆς οἰκογ. τῶν Ρινοβατιδῶν) Ἐρεικ. Ἐβάστουνε ἕνα δωράκινο μεάλο καὶ μοῦ ᾿δωκε νὰ δαgώσω κιˬ ἐγὼ (δωράκινο = ρωδάκινο) Ὀθων. Ἀπὸ μικρὰ τὰ τραγιˬὰ τὰ μουνουχᾶμε, τὰ δαγκώνομε μὲ τὰ δόντια Φοῦρν. Εἶχε με δακώσ᾿ τὸ βούιδ᾿ Τῆν Βάνι ᾿γα᾿ λάσπ᾿ ᾿ς τὸν τσάκνου, γιˬιὰ νὰ τοῦ δακώσ᾿ ἡ γγαστρούδα κὶ νὰ τ᾿ν τραυήξουμι ὄξ᾿ (τσάκνου = λεπτὸ ξυλαράκι, γγαστρούδα = εἶδος ἀράχνης μὲ μεγάλην κοιλίαν) Ἁλόνν. Ἔχου ἕνα γαιˬδούρ᾿ π᾿ δακώ᾿ σὰ σκ᾿λλὶ Εὔβ. (Ἄκρ.) Τοὺν δάκουσ᾿ νιˬὰ οὐχιˬὰ τοὺν gαηˬμένου ᾿κεῖ π᾿ ξεφύ᾿ζι τ᾿ ἀμπέλ᾿ αὐτόθ. ᾿Τσεῖ ποὺ ἔτρωγα, δάκωκα τὴ γλῶσσα μου τσαὶ εἶδα τσ᾿ ἔπαθα νὰ σταματήσω τὸ αἶμα Εὔβ. (Βρύσ.) Ἄκ᾿σα τὸ λαλακιˬασμὸ ᾿πὸ πέρα, ποῦ νὰ ξέρω ᾿γὼ ποὺ τὸ παιδί τ᾿ς τὸ δάκουσι φίδ᾿ ! Εὔβ. (Ψαχν.) Δάγκουσα τὴ γλῶσσα μ᾿ ἀπ᾿ τοὺ κρύου Θεσσ. (Μελιβ.) Εἴχαμ᾿ μιˬὰ γάττα κ᾿ ἔπιˬαν᾿ τὰ φίδιˬα κὶ τ᾿ δάκουσ᾿ ἡ σαπίτ᾿ς κὶ ψόφ᾿σι Θεσσ. (Τρίκερ.) Ἅμα δῇς ᾿ς τοὺ εἴνουρου κὶ σὶ κυ᾿γάῃ σ᾿λλί, εἶνι ἰχθρός. Σὶ δάκουσι; πιρίμινι νὰ σ᾿ κά᾿ κακὸ (εἴνουρου = ὄνειρον) Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Δάγκουσέ τουν κὶ ρούφα τοὺ αἷμα νὰ βγά᾿ς τοὺ φαρμά᾿ τ᾿ς οὐχιˬᾶς, ἀλλὰ νὰ τοὺ φτᾷς ὅλου ᾿ς τοὺ χῶμα Μακεδ. (Γαλατ.) Τοὺ λυσσουβότανου τοὺ βράζαμι κὶ πουτίζαμι τὰ ζῶα πού ᾿τανι δαgουμένα ἀπὸ σ᾿λλὶ λυσσάρ᾿κου, κὶ δὲ λύσσαζαν Μακεδ. (Μικρὸ Σούλ.) Τὴ bάλιˬα γίδα τ᾿ δάgουσι ἕνα ζ᾿λάπ᾿ (= λύκος) Μακεδ. (Σταν.) Τοὺν δάγκουσι φίδ᾿ κι ἀπέθανι Μακεδ. (Σισάν.) Κὶ ᾿κείνου τοὺ μ᾿λα᾿ρ᾿ ἄgιλους ἤτανι, μὰ δὲν ἔκανι γιὰ μένα· δάgουνι Σάμ. Πγιˬάσ᾿καν καὶ δαγκώθ᾿καν (πγιˬάσ᾿καν = ἦλθον εἰς χεῖρας) Στερελλ. (Αἰτωλ.) || Φρ. Δαγκώθηκα, μόλις τὸν εἶδα – μόλις ἄκουσα (ἐπὶ ἐκπλήξεως δι᾿ ἀπροσδόκητον θέαμα ἢ ἀκρόαμα) πολλαχ. Δαγκώνω τὰ χείλιˬα (εἰς ἔνδειξιν ἐκπλήξεως) πολλαχ. Δάgουσι τ᾿ν ἀχλάδα (ἐπὶ τῶν σιωπώντων ἐκ συμφέροντος) Σάμ. Δαγκώνω τὰ χέριˬα μου (εἰς ἔνδειξιν ἀπειλῆς) Ζάκ. κ.ἀ. Δαγκώ᾿ σὰν τοὺ κακὸ σ᾿λλὶ (ἐπὶ μοχθηροῦ) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Αὐτὸς δαγκώ᾿ (εἶναι ἐπικίνδυνος) Στερελλ. (Ὑπάτ.) Κατήντησε σὰν ἑφτὰ σπαθὶ δαγκωμένο (πολὺ ἀδύνατος) Ἀθῆν Ἔχει δαγκώσει Βαγγέλιˬο (ἐπὶ τῶν ὁρκιζομένων δι᾿ ἀσημάντους λόγους) Ἤπ. Δάgωσε τὸ gάρδιˬο (gάρδιˬος = ἡ βέργα ἡ συγκρατοῦσα εἰς τὸ ἀντίον τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ τὸ στημόνι. Ἐπὶ κορασίδων αἱ ὁποῖαι δαγκώνουν τὸν γκάρδιον, ὅταν πέσῃ καὶ κρατοῦν αὐτὸν εἰς τὸ στόμα μέχρις ὅτου ἀκούσουν ἕνα ἀνδρικὸν ὄνομα, τὸ ὁποῖον πιστεύουν ὅτι θὰ εἶναι καὶ τὸ ὄνομα τοῦ μέλλοντος συζύγου) Πέλοπν. (Καρδαμ.) Νὰ δαγκώσῃς τὴ γλῶσσα σου.! (πρὸς τὸν λέγοντα ἀπρεπῆ· ἀρὰ) πολλαχ. Νὰ δακώσῃ τὴν πλάκα του! (πρὸς θανόντα, ὅταν φανῇ εἰς τὸ ὄνειρόν τινος, πρὸς ἀποτροπὴν κακῶν συνεπειῶν ἐκ τοῦ ὀνείρου) Μέγαρ. || Παροιμ. Πῆρα σ᾿λλὶ ἀποὺ καλὸ μαdρὶ κὶ δακώ᾿ τοὺ νοικουκύρ᾿ (ἐπὶ κακῆς νύφης) Θεσσ. (Μεγαλόβρυσ.) Χέρι, ποὺ δὲ μπορεῖς νὰ τὸ δαγκώσῃς, φίλα το (ὅπου δὲν δύναταί τις νὰ ἐπιβληθῆ δύναμικῶς, πρέπει νὰ συμπεριφέρεται ἠπίως) πολλαχ. Ὁ λύκος τόνε δακώνει κιˬ αὐτὸς τηράει τὴ νεροσυρμή του (νεροσυρμὴ = τὰ ἴχνη· ἐπὶ τῶν ζητούντων νὰ εἰκάσουν τὸν κίνδυνον καθ᾿ ὃν χρόνον ἤδη ὑφίστανται τοῦτον) Πελοπν. (Συκ. Κορινθ.) Σκυλλὶ ποὺ βαβίζει δὲ δαγκώνει (ὁ φωνασκῶν καὶ θυμώδης εἶναι ἀκίνδυνος) Πελοπν. (Βραχν.) κ.ἀ. Χέρι ποὺ σοῦ δίνει ποτὲ μὴν τὸ δαγκώνῃς (πρὸς τοὺς εὐεργέτας νὰ μὴν εἶσαι ἀχάριστος) αὐτόθ. κ.ἀ. Σὰ σὲ δακώσῃ ὁ στσύλλος, βάλ᾿ ἀπ᾿ τὸ μαλλί του (ἡ θεραπεία ἐνὸς κακοῦ διὰ τῶν ἰδίων μέσων, διὰ τῶν ὁποίων προεκλήθη τοῦτο) Σκῦρ. Πβ. τὸ ἀρχ. «ὁ τρώσας καὶ ἰάσεται». Κάλλιˬο νὰ σὲ δαγκώσ᾿ ἡ γλῶσσα τοῦ φιδιˬοῦ παρὰ τ᾿ ἀνθρώπου (τὸ ἠθικὸν δῆγμα χειρότερον τοῦ σωματικοῦ) Μ. Λελέκ., Ἐπιδόρπ., 170. Δάκωνε, νὰ σὲ δακώνω (ἐπὶ τῶν ἐπιζητούντων διαρκῶς προστριβὰς) Μύκ. || Γνωμ. Ἂ σὲ δαgώσω ἐγὼ ἡ κοdοσέρβα, ἔχεις τσαὶ παρηγοριˬά· ἄ σὲ δαgώσῃ ὁ γιˬός μου ὁ κοdοθόδωρος, φτυˬάρι, ᾿ξινάρι τσαὶ διˬαβατικὰ ᾿ς τὸν ᾍδη (κοdοσέρβα = ἔχιδνα, κοdοθόδωρος = εἶδος ἰοβόλου ὄφεως, πιθαν. ὁ ἔχις, διˬαβατικὰ = κατ᾿ εὐθεῖαν) Πελοπν. (Ξεχώρ.) || ᾌσμ. Παντρεύτηκα τσαὶ πῆρα μιˬᾶς μάγισσας παιδί, τὰ φίδιˬα χαλινώνει τσαὶ μὲ δακώνουνε Εὔβ. (Κουρ.) Νὰ δάgωνα τὸ τσίτσυφο, νὰ φίλουνα τὸ μῆλο, ν᾿ ἀgάλιˬαζα τὴ μέση σου, πού ᾿ν᾿ ἄσπρη σὰ dὸ κρίνο Ζάκ. Κράτ᾿ το, θειˬὰ Νικολῖνα, τὸ ζέπο τὸ σκυλλί, γιˬατὶ θὰ μέ δαγκώσῃ καὶ τό ᾿χω σὲ ντροπὴ (ζέπο = μαυρειδερὸ) Πελοπν. (Μαντίν.) κ.ἀ. ᾿Τσεῖ ποὺ γεννήθη ὁ Χριστὸς στσυλλὶ δὲν ἤτανε τσ᾿ ἂν ἤτανε, δὲ βάβιξε, τσ᾿ ἂ βάβιξε, δὲ δάκωτσε (ἐξ ἐπῳδ.) Μέγαρ. Ἡ ἐπῳδ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. || Ποίημ. Ποιˬός τὴ σάρκα του δαγκώνει, ὅσο ποὺ νὰ νεκρωθῇ Δ. Σολωμ., 23. Ἡ μετοχ. δαgωμένος ὁ ὑπὸ τῆς νόσου εὐλογίας προσβληθεὶς καὶ ἔχων ἐκ τούτου οὐλὰς ἐπὶ τοῦ προσώπου Προπ. (Κύζ.) Συνών. βλατ-τοκομ-μένος, 1, βλατ-τοφαγωμένος βλατ-τωμένος, βλογιˬάρης 1, βλογιαρός, βλογιδοκομμένος, βλογιδομούρης βλογιˬοκομμένος, *βλογιοκομμενούρης, βλογιˬοκοφτός, βλογιˬομούρης. 2) Τρώγω Λῆμν. Πελοπν. (Σαραντάπ.) κ.ἀ.: Τί θὰ δαgώσουμ᾿ σήμιρα; Λῆμν. Ἄτε νὰ δακώσουμε νιˬὰ χαψιˬά, γιˬατ᾿ εἶμαι νηστικὸς ἀπὸ τὴν αὐγὴ Σαραντάπ. Συνών. δαγκάνω 2, κολατσίζω, προσμπουκκίζω, τσιμπῶ. 3) Ἐπὶ ἐντόμων, κεντῶ Εὔβ. (Βρύσ.) Ζάκ. Κῶς (Καρδάμ.) Μακεδ. (Βρία) Πελοπν. (Τρίκκ.) Σάμ. (Μυτιλην.) Σκῦρ. Χίος : Μὲ δάκωσε μιˬὰ σφῆκα Τρίκκ. Ξέρεις πόσο πονεῖς, ἅμα σὲ δακώσ᾿νε μπιμπύτσοι! (μπίμπυκας = βέμβυξ) Σκῦρ. Τὸν ἐδάκωτσε ἕνας σκορπιˬὸς Βρύσ. Ἅμα μὶ δαγκοῦσαν τὰ μιλίσσιˬα, πρήσκουμαν πουλὺ Βρία. Ἅμα δακ-κώσῃ σε σκορπιˬός, πιˬάσε το gαὶ ψῆσε το νὰ γένῃ ἀχυλιˬά, ὕστερι πιˬέ τη μὲ νερὸν (ἀχυλιὰ = στάχτη) Χίος Συνών. δαγκάνω 3, κεντρώνω, κεντῶ, τσιμπῶ. 4) Ἐπὶ πραγμάτων, συνθλίβω Θεσσ. (Ζαγορ. Τσαγκαρ.) Ἰθάκ. Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.): Τὸ ψαλίδι δαγκώνει (δὲν κόβει καλά, μαγγώνει) Ζαγορ. Δάκουσ᾿ ἡ πόρτα τοὺ ροῦχου τ᾿ Στερελλ. (Φθιῶτ.) Τοὺν δάγκουσι τοὺ λαὸ τοὺ σίδερου (ἡ παγὶς συνέλαβε τὸν λαγὸν) Αἰτωλ. Μ᾿ τοὺ δάγκουσι τοὺ χέρ᾿ ἓνα ᾿θάρ᾿ αὐτόθ. Συνών. δαγκάνω 4, μαγγώνω. 5) Μεταφ. ἐπὶ τροφῶν, προκαλῶ ἐρεθισμὸν τῆς πεπτικῆς συσκευῆς Ἄνδρ. Πελοπν. (Δημητσαν.): Τὸ φαῒ δαγκώνει (εἶναι πολὺ ἁλμυρὸν) Ἄνδρ. β) Ἐνοχλῶ, στενοχωρῶ, θλίβω, ὑβρίζω κάποιον Ἀθῆν. Εὔβ. (Βρύσ.) Θεσσ. (Ἀνατολ. Συκαμν.) Μακεδ. (Βλάστ. Βρία Γιδ. Καταφύγ. Κοζ.) Μέγαρ. Ὀθων. Πελοπν. (Δημητσάν.) Σάμ. - Λεξ. Πόππλετ.: Τὸν δάγκωσε ὥς τὸ κόκκαλο (δι᾿ ἀποκαλύψεως δυσαρέστων) Δημητσάν. Ἡ σημασ. ἤδη ἀρχ. ΄πβ. Ξενοφ., Κύρ. Παιδ. 1, 4, 13 «ἀκούσας δὴ ταῦτα ὁ Κῦρος ἐδήχθη». Μὶ δαgών᾿ ἡ καρδιὰ Βλάστ. κ.ἀ. Δαgώνει ἡ βεδρά μου (πιάνεται ἡ μέση μου) Ὀθων. Δακώνει ὁ τόπος - τὸ κρύο - ὁ καιρὸς-ό ἥλιος (ἔχει δριμὺ ψῦχος) Μέγαρ. κ.ἀ. Συνών. δαγκάνω 5β. γ) Ζημιώνω Εὔβ. (Βρύσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τοὺν δάγκουσαν νιˬὰ ᾿χούλα (τὸν ἐζημίωσαν ὀλίγον). δ) Δανείζομαι παρά τινος χρήματα ἀνεπιστρεπτὶ Ἀθῆν. Πειρ. κ.ἀ.: Πρόσεχε τον, γιˬατὶ ἅμα σὲ βάλῃ ᾿ς τὸ χέρι, θὰ σὲ δαγκώσῃ γερὰ Ἀθῆν. Τόνε δάγκωσε καλὰ (τοῦ ἐπῆρε πολλὰ χρήματα ὑπὸ τύπον δανείου, ἀλλ᾿ ἀνεπιστρεπτὶ) αὐτόθ. Ἔκανε λεφτὰ δαγκώνοντας πολλοὺς αὐτόθ. Συνών. Τὸν ἔβαλε ᾿ς τὸ χέρι γιὰ καλά. 6) Αἰσθάνομαι συστολήν, ἐντρέπομαι Μακεδ. (Πεντάπολ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/