γρυλλὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρυλλὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γρυλλὶ τό, ἐνιαχ. γρυλ-λὶ Λέρ. Τῆλ. γρουλ-λὶ Κάλυμν. Καρ. (Ἁλικαρνασσ.) Κῶς Χάλκ. γρουλ-λdὶ Ρόδ. βρουλ-λὶ Νίσυρ. Χάλκ. βρουλ-λdὶ Ρόδ. γουρλὶ Νίσυρ. γουρλ-λὶ Κάλυμν. Πληθ. γρυλ-λία Λέρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γρύλλος ὡς ὑποκορ.
Σημασιολογία
Ὁ μικρὸς χοῖρος, τὸ χοιρίδιον ἔνθ᾽ ἀν.: Ἡ σκρόφα μας ἤκαμεν δώδεκα γρουλ-λιˬὰ Κῶς Ἔχω ἕνα γρουλ-λὶ μουνουχάρι αὐτόθ. Τὸ ἄσπρο τὸ γρουλ-λὶ ἤφ᾽κα το Πασκάτικο ( = γιὰ τὰ Χριστούγεννα) αὐτόθ. Τὴν ἀρκιχρον-νιˬὰμ bοὺ καζ-ζανεύγου, τρῶν dὰ βρουλ-λιˬὰ (ἀρκιχρον-νιˬὰ = ἡ πρώτη ἡμέρα τοῦ Σεπτεμβρίου. καζ-ζανεύγου = καζανεύουν, κάμνουν ἀπόσταξιν οὔζου) Νίσυρ. || Φρ. Κάν-νω γρουλ-λιˬὰ (ροχαλίζω) Κάλυμν. Τρίζει σὰν τὸβ βρουλ-λὶ (γυρίζει σὰν τρελλὸς) Χάλκ. || Παροιμ. Τοῦ γουρλ-λιˬοῦ τὸ ᾽νὶ κιˬ ἂν κόψῃς, πάλι νὰ μουΐζ-ζῃ θέλει (καὶ ἂν κόψῃς τὸ ὑνὶ τοῦ χοίρου, δηλ. τὸ ρύγχος, πάλιν θὰ σκάπτῃ. αἱ κακαὶ ἕξεις δυσκόλως ἀποβάλλονται) Κάλυμν. || ᾌσμ. Δὲν σὲ καταχρειάζομαι γλαστρὶ μέσ᾽ ᾽ς τὴν αὐλή μου, γιὰ νὰ μαλάσσω πίτερα, νὰ τρώῃ τὸ γρουλ-λί μου Καρ. (Ἁλικαρνασσ.) Τοῦ παπποῦ μου τὸ σπιτάκι | ποὺ ᾽ὲν ἔχει φρουκαλάκι, νά ᾽ποσύρῃ τὴν αὐλήν του, | νὰ ταΐσῃ τὸ γρυλλιν του Τῆλ. Νὰ γίνῃς χοῖρος γἤ γρουλ-λί, νὰ σοῦ φωνάζουν οὔτσι καὶ νὰ κυλειέσ᾽ οὐλ-λημερὶς σὲ λασπωμένο β-βούτσι Κῶς. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γρυλλὶ καὶ ὡς τοπων. Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA