δαγρὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαγρὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαγρὶ τό, Σάμ.
Ετυμολογία
Πιθανῶς ἐκ τοῦ Τουρκ. daglik = ὀρεινὸς τόπος.
Σημασιολογία
Τόπος πετρώδης πλήρης θάμνων ἀκατάλληλος πρὸς καλλιέργειαν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA